flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Τα Μασλάτια του Βασιλείου Κουτσούμπα

Koutsoumpas Vasilis

 

Του Κουτσούμπα Βασίλη
Τσουκαλάδες Λιβαδειάς

 

Τι σημαίνει πατρίς

Τούτος ο μουραμπάς είνι για τ’ν χωριανό μ’ τον Κώστα. Δεν τα κατάφερε να τελείωσ’ του σχολειό, τα παρατ’σι στη Πέμπτη κι έγινι τσομπανάκος από μ’κρός. Ήρθι ου καιρός να πάει φαντάρος, τι να κάμ’ ζορίστ’κι λίγο. Παρουσιάστ’κι στην Καλαμάτα. Άρχισι η εκπαίδευση στο στρατόπεδο άλλα τ’ Κώστα το μυαλό ήταν στα πρώτα. Ότ’ λέγαν οι εκπαιδευτές δεν τ΄ άρπαζε αμέσως΄. Μια μέρα τ’ς μίλαγε ο λοχαγός κι ρωτάει τ’ν Κώστα «Για πες μας ρε Κώστα τι σημαίνει πατρίς»

- «Δεν ξέρω κυρ’ λοχαγέ» λέει ο Κώστας

- «Ποιος ξέρ’ να μας πει;» ρωτάει ο λοχαγός

Σηκώνει το χέρι τ’ ένας φαντάρος

- «Για πες μας εσύ ρε Γιώργο, ξέρ’ς»

κι αρχίζ’ ο Γιώργος «Πατρίς σημαίνει η μάνα μας, ο πατέρας μας, τα χωριά μας, τα σπίτια μας…»

- «Για πες μας τώρα κι εσύ ρε Κώστα τι σημαίνει πατρίς»

- «Πατρίς σημαίνει κυρ’ λοχαγέ» λέει ο Κώστας «η μάνα τ’ Γιώργου, ο πατέρας τ’ Γιώργου, τα χωριά τ’ Γιώργου, τα σπίτια τ’ Γιώργου…»

- «Μπράβο είσαι γνήσιος πατριώτης!!!!»

            Πέρασε ο καιρός κι απολύθ’κι ου Κώστας, ήρθι ο καιρός για παντρειά ήταν όμως δύσκολο να βρει νύφ’.

- «Μη σε νοιάζ’» τ’ λέει μια θεία τ’ που ‘ταν προξενήτρα «θα παρ’ς τ’ καλύτερη μη βιάζεσαι».

            Μετά από λίγο καιρό του ‘κανε ένα προξενιό απ’ ένα διπλανό χωριό. Όταν ανταμώθηκαν οι συμπεθέροι η θειά έκατσε δίπλα απ΄τον Κώστα. Του ‘χε πει να πιασ’ τ’ν κ’βέντα στη νύφ’, είχε περάσ’ όμως η ώρα κι ο Κώστας δε τ’ς έκρινε. Τον σκουντάει η θειά τ’

- «Άι πες τ’ς τίποτα»

            Τότε ρωτάει ο Κώστας τη νύφ’ «Το τρώς το τυρί;»

- «Όχι» του λέει η νύφ’.

Δε ματά τ’ς έκρινε κι μετά από λίγο τον ματάσκουντάει η θειά τ’ κι ματαρωτάει «Ο αδερφός το τρώει;»

- «Δεν έχω αδερφό» λέει η νύφ’.

            Μετά από λίγο τον ματασκουντάει η θειά κι ματαρωτάει ο Κώστας «΄Αμα είχες αδερφό θα τ’ τρωγε το τυρί;»

Οι Τσουκαλάδες

Οι Τσουκαλάδες είνι ένα γνήσιο Σαρακατσάν’κο χουριό, κοντά στ’ν Λειβαδιά. Όπως είνι έρχοντι πολλοί Λειβαδίτες για να πάρουν φρέσκο τυρί, γάλα κι αυγά. Ήταν κοντά στο Πάσχα, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη κι μια κυρία πήγι στ’ θειά μ’ τ’ Βαγγέλαινα να χαλέψ’ αυγά. Η θειά μ’ της είπι

- «Ιγώ δεν έχου άλλα έχ’ η Μήτσαινα» και τ’ς έδειξι του σπίτι τ’ς απού ‘ταν δίπλα στ’ν εκκλησιά. Πάει λοιπόν η κυρία απ’ όξω κι χουγιάζ’

- «Μήτσαινας!! Μήτσαινας!!»

Η θειά μ η άλλη ήταν απ’ όξω κι δεν τ’ς έκρινι.

- «Εδώ είναι του κυρίου Μήτσαινα;» ρωτ’σι η Λειβαδίτισσα

- «Όχι» απαντάει η θειά μ’

- «Μα μου είπε η κυρία δίπλα ότι εδώ έχει αυγά η Μήτσαινα» λέει η Λειβαδίτισσα

- «Ιγώ είμι. Πόσα θέλ’ς;» λέει η θειά μ’

- «Εσύ είσαι και δεν είναι το σπίτι του κυρίου Μήτσαινα;» ξαναρωτ’σι μι απορία η Λειβαδίτισσα

- «Που να κάτσω να σ’ μολογάου τώρα ….» τ’ς λέει η θειά μ’ «παρ’ τ’ αυγά κι ώρα καλή στ’ δρόμους!!!!!!»

 

Στου Βελούχι

Στου Βελούχι, ικί απ’ κάνουν τ’ αντάμωμα οι σαρακατσαναίοι τ’ς Φθιώτιδας, λίγου παραπέρα, στουν Αΐ Λιά, ξικαλοκαίριαζι ου μπάρμπα-Γιώργους μι του γιό τ’, τ’ν Θανάσ’. Κράταγαν κι κρατούν ακόμι καμιά τετρακοσαριά πρότα. Ήταν το 1988 κι ου μπάρμπας μ’ δεν παρα ‘ταν καλά κι τουν πίγαμι στου νοσοκομείου στου Καρπενήσ’. Έκαμί κάτ’ εξετάσεις αίματος κι τουν τήραξε κι ένας γιατρός. Τουν ρώτ’σι ου μπάρμπας μ’ από φαΐ τι να τρώει

- «Τί να σου κόψω δόλιε μ’. Έτσ’ απου ‘χεις γίν’ άμα σου κόψω θα πεθάν’ς.» τ’ λέει ου γιατρός       

Την άλλη μέρα, ου μπάρμπας μ’ χειρουτέρεψε κι κατιβίκαμαν στ’ν Αθήνα στου νουσουκομείου. Πήραμι τ’ όνομα ενός γιατρού, ου οποίους ήταν καλός άλλα κι λίγου ακριβός κι πίγαμι να πλαϊάσουμι στα Κάτω Πατήσια σ’ ένα ξάδερφο μ’ γιατί είχαμι ραντεβού τ’ν άλλ’ μέρα. Το βράδυ κάτ’ σκ’λιά απου ‘ταν στην γειτουνιά δεν έκλεισαν τσαούλ’.

- «Τι κάνουν έτσ’ αυτά τα σκ’λιά, να τα μας΄η λύσσα, λύκου είδαν;» λέει ου μπάρμπας

- «Ναι» του ‘πα, «έχ’ κάτ’ γιδομάντρια ιδώ γύρου!!!»

Ξυπνήσαμι του προυί, τηράγι ου μπάρμπας μ’ γιρβουλιά που ίν τα μαντριά

- «Ρε μπάρμπα, στα Κάτω Πατήσια καρτεργείς να ‘χει μαντριά;»

- «Στα πάνου έχ’;» ρωτάει.

Στο δρόμο για του νοσοκομείου, είπα στ’ μπάρμπα μ’ ότι ου γιατρός ήταν λιγου ακριβός και ήθιλι 30 χιλιάδες.

- «Τι λές μωρέ τον κιρατά θέλ’ δυό πρατίνες για να μας τηράξ’;»

Βρήκαμι τον γιατρό, μπήκαμι στο ιατρείο κι ου μπάρμπας μ’ γδύθηκι απ’ τη μέσ’ κι απάν’ για να τουν εξετάσ’ ο γιατρός. Τι να ιδεί πιτσί κι κόκκαλου. Άρχισι ου γιατρός να τον ζ’μπάει στην κ’λιά, στα πλευρά κι τουν ρώταγε, αν πονάει. Ου μπάρμπας μ’ δεν έκρινι καθόλ’.

- «Δεν πονάς πουθενά;» λέει ο γιατρός

- «Ιγώ θα σ’ πώ που πονάω, να το βρεις μονάχος σ’. Γιατί τ’ς θέλ’ς τότε τ’ς τριάντα χιλιάδες; Εγώ άμα αρρωσταίν’ πρατίνα κι την τηράω δεν μ’ λέει που πονάει.» απαντάει ου μπάρμπας μ’. Τσιμουδιά ου γιατρός.

Τελικά ου μπαρμπάς μ’ είχι χολή την έβγαλι και σε δέκα μέρες ήταν πίσω στου Βελούχ’.