flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ του Νικολάου Χατζόπουλου

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ & ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ


Με τον όρο θρησκευτικότητα εννοούμε το συναίσθημα εκείνο, που διακατέχει κάθε λαό ή κάποια πληθυσμιακή ομάδα, σύμφωνα με το οποίο η πίστη του σε ανώτερη αδιαμφισβήτητη δύναμη είναι δεδομένη και μορφοποιείται σε θρησκεία. Στην περίπτωσή μας στο χριστιανισμό. Κάθε θρησκεία συνοδεύεται από την κοσμοθεωρία της, με πρακτική αξία και εφαρμογή. Δημιουργεί κανόνες ηθικού δικαίου, αξιών και προ παντός μιλάει για τη μετά θάνατο ζωή. Παρέχει στήριγμα και προσφυγή στις δυσκολίες της ζωής. Νιώθει ότι δεν είναι μόνος , έχει βοήθεια και μάλιστα από υπέρτατη δύναμη. Ως κυριότερη αιτία της συμπεριφοράς του ανθρώπου για τη δημιουργία και καταφυγή σ’ αυτή την πίστη ήταν η αδυναμία του απέναντι στα στοιχεία της φύσης.

Οι Σαρακατσάνοι επειδή βίωναν κοντά στη Φύση μια ζωή εξαιρετικά δύσκολη, με πολλές αντιξοότητες και αντιπαλεύοντας με τα στοιχεία της φύσης ,γι’ αυτό ίσως διακατέχονταν από βαθιά θρησκευτικότητα. Χωρίς να έχουν, λόγω του τρόπου ζωής τους, ναούς στους τόπους κατοικίας τους, ούτε ιερείς , ιεροδιδασκάλους ή ιεροκήρυκες , είχαν στενή επαφή με το θείο. Στο ολίγων μηνών Σχολείο στο οποίο συνήθως σύχναζαν τα καλοκαίρια προσπαθούσαν να μάθουν γραφή, ανάγνωση και αριθμητική και τίποτε περί της θρησκείας. Γι’ αυτό άλλωστε δεν έχουν παρά ελάχιστο και πολλοί μηδενικό θεωρητικό υπόβαθρο της θρησκείας τους. Δεν τους δίδαξε κανείς την κοσμοθεωρία του χριστιανισμού. Δεν είχαν ακούσει οργανωμένο λόγο για την πίστη που ριζώνει στην ψυχή κάθε χριστιανού με τη διδαχή, τις παραβολές, τα ιερά ευαγγέλια και γενικώς τα κείμενα της Αγίας Γραφής. Για τούτο και όποιος θελήσει να ανιχνεύσει το θρησκευτικό συναίσθημα των Σαρακατσάνων είναι αναγκασμένος να καταφύγει στην παρατήρηση συμβόλων, συμπεριφοράς και στις εκφάνσεις της κοινωνικής τους ζωής.

Την έλλειψη αυτή αναλαμβάνει να καλύψει η παράδοση, που τονώνει τη θρησκευτικότητά τους, με τους θρύλους, τους βίους και τα θαύματα των αγίων. Με το Θρύλο του Αη-Γιώργη καβαλάρη που σκοτώνει το δράκο, ελευθερώνει την πηγή του νερού για τους κατοίκους και σώζει τη βασιλοπούλα. Με τον βίο, του εν ζωή, στρατηλάτη Αη-Δημήτρη και αργότερα ως μάρτυρα Μυροβλήτη και τα θαύματα άλλων αγίων μεγάλωναν τα μικρά σαρακατσανόπουλα καθώς άκουγαν εκτασιασμένα να τα μολογάει η μάνα τους ή η βαβά τους τις κρύες νύχτες του χειμώνα, μαζωμένα γύρω από τη φωτιά στο κέντρο του καλυβιού και με τη βελέντζα στην πλάτη, γιατί ο αέρας που λυσομανούσε κατάφερνε να φτάσει μέχρι τους ενοίκους της καλύβας. Τα θρησκευτικά εκατόλογα , που εδράζονται στα φυσιολατρικά και ερωτικά εκατόλογα του Βυζαντίου,αρχίζουν από τον αριθμό ένα και φτάνουν ως το δέκα κατά μονάδες κι από εκεί και πάνω κατά δεκάδες έως το εκατό, αρχίζουν και τελειώνει κάθε επωδός με επίκληση του Θεού. Για παράδειγμα. Ένα. Ένας είναι ο Θεός. Δύο, δύο κέρατα η γελάδα ,ένας είναι ο Θεός. Τρία, τρία πόδια η περουστίτσα, δύο κέρατα η γελάδα, ένας είναι ο Θεός κ. ο. κ. ώσπου αναφέρονταν τα σημαντικότερα σημεία της Δημιουργίας. Όποιος άρχιζε να το απαγγέλει έπρεπε να το τελειώσει, αλλιώς ήταν αμαρτία. Προφανώς γιατί έπρεπε οι ακροατές να μάθουν για την υπέρτατη δύναμη και το ρόλο της στη δημιουργία του κόσμου.

Το δίπολο Θρησκεία με απόλυτη κυριαρχία του Θεού και κοσμική εξουσία, πολιτεία με απόλυτη υποταγή στον αυτοκράτορα ,στα χρόνια του Βυζαντίου και στον Βασιλιά αργότερα, δεσπόζει στις κοινωνικοθρησκευτικές και πολιτικές αντιλήψεις τους και καθορίζει ανάλογα τη συμπεριφορά τους, με οδηγό τις έννοιες Έλληνας και Χριστιανός.

Ο Θεός, η Παναγία και ο Χριστός κυριαρχούν στην Πίστη τους και στο αξιακό τους σύστημα. Ακολουθούν ο Άγιος του σπιτιού ,οι καβαλάρηδες στρατιωτικοί άγιοι, ο Αη-Λιάς και ο άγιος της ονομαστικής τους γιορτής. Όποτε τους δινόταν η ευκαιρία τελούσαν με ευλάβεια τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Ένιωθαν δέος για τα μυστήρια. Ειδικά του γάμου, της βάφτισης και της Θείας Μετάληψης. Μεγάλη αμαρτία θεωρούσαν αν κάποιος ετοιμοθάνατος δεν προλάβαινε να μεταλάβει. Η βαθειά τους αυτή πίστη είχε ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν διαζύγια. Όποιους τους ένωνε το μυστήριο του Γάμου μόνο ο θάνατος μπορούσε να τους χωρίσει. Και τότε το να ξαναπαντρευτεί η χήρα ήταν η εξαίρεση.

Αν και δεν απείχαν από τις βρισιές και δεν δίσταζαν να περάσουν «γενεές δεκατέσσερες» ολόκληρο το σόι του αντιπάλου τους, δεν ξεστόμιζαν βρισιά για τα θεία. Μαρτυρείται από τον Βαγγέλη Αβδίκο, καθηγητή Λαογραφίας της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Αλεξ/πολης πως Σαρακατσάνος της περιοχής του Έβρου το έφερε βαρέως, γιατί παιδί ων στα χρόνια του εμφυλίου τον ανάγκασαν οι αντάρτες να βρίσει την Παναγία. Απόρροια της απόλυτης αφοσίωσης στα Θεία είναι και ότι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε εξισλαμισμούς. Βέβαια σ΄αυτό βοηθούσε πολύ και ο νομαδικός τρόπος ζωής. Όταν οι πιέσεις γινόταν αφόρητες φόρτωναν τα υπάρχοντά τους στα άλογα, έπαιρναν τα κοπάδια τους και ξημερώνονταν σ΄άλλα μέρη. Όμως δεν δελεάζονταν ούτε από εξουσία , ούτε από πλούτο να αλλαξοπιστήσουν και να γίνουν δυνάστες των ομοθρήσκων τους. Θεωρούσαν έσχατο εξευτελισμό κάτι τέτοιο. Πολλές φορές το απέτρεπαν καταφεύγοντας σε άλλα μέσα, όπως δωροδοκία ,πονηριά, καμουφλάζ (φλάμπουρο). Γι΄αυτό και για να αποτρέψουν την αρπαγή των κοριτσιών από μικρή ηλικία τα «στόλιζαν» με έγχρωμο μικρό σταυρό στο μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια, με την τεχνική, σε πρωτόγονη μορφή, του ταταουάζ. Δηλαδή με βελόνι απολυμασμένο στη φωτιά τρυπούσαν σε σχήμα σταυρού το δέρμα του παιδιού και έτριβαν την αιμορραγούσα επιφάνεια με φυτικό λουλάκι, ώστε το σχήμα του σταυρού να καθίσταται ανεξίτηλο.

Ο Θεός ήταν καταφυγή και αρωγός τους σε κάθε βήμα της ζωής τους, σε κάθε προσπάθειά τους, μέχρι και του σημείου της μοιρολατρίας. «Είμαι σα θέλει ο Θεός» και «να σ΄έχει ο Θεός καλά» ήτανε φράσεις πολύ συνηθισμένες στην καθημερινότητά τους.

Ως μέσο σύνδεσης , εξωτερίκευσης και επικοινωνίας των πεποιθήσεων τους αλλά και ως διδαχή για το πέρασμα από γενιά σε γενιά του αισθήματος της θρησκευτικότητας, της ευλάβειας και της ιερότητας των επιταγών του χριστιανισμού χρησίμευαν τα διάφορα σύμβολα και τα θρησκευτικά δρώμενα που χρησιμοποιούσαν σε πολλές εκδηλώσεις της ζωής τους και κυρίως στις γιορτές. Ο Σταυρός και το οικογενειακό εικονοστάσι ήταν πρωταρχικά σύμβολα και κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή τους. Ο Σταυρός απεικονίζεται στο ρουχισμό τους, στα στρωσίδια, στα κεντήματα. Ήταν βασικό μοτίβο στη γυναικεία φορεσιά, στις ποδιές (μια μορφή της λεγόταν παναούλα),στις κάλτσες, στα φουσκούρια, στο φλάμπουρο, στο μαντρί και στην κορυφή του καλυβιού. Πριν κοιμηθούν στρέφονταν προς την ανατολή (Άγιοι Τόποι)κι έκαναν το Σταυρό τους. Ποτέ δεν άρχιζαν το φαγητό πριν κάνουν το σταυρό τους, πολλές φορές μάλιστα τόσο σχηματικά και γρήγορα, ώστε έπρεπε να μαντέψει κάποιος ότι πρόκειται για σταυροκόπημα. Στα ξυλόγλυπτα ρόκες, σφοντύλια, φτσέλες, κλίτσες , χαράσσεται ο σταυρός μαζί με απεικονίσεις ζώων, όπως φίδι, κριάρι κ.λ.π.

Σε κάθε καλύβι υπήρχε το εικονοστάσι. Περιλάμβανε φορητές εικόνες, μία τουλάχιστον τρίπτυχη , καντήλα και το θυμιατό. Η καντήλα ήταν αναμμένη σε κάθε γιορτή και Κυριακή. Η νοικοκυρά θυμιάτιζε όλους τους χώρους της κατοικίας τους και υποχρέωνε όλα τα μέλη της οικογένειας να θυμιατιστούν. Το εικονοστάσι θεωρούνταν ιερή γωνιά και αντιμετωπίζονταν με ευλάβεια. «Σιγά μην κατεβάσω και τις εικόνες να παίξει», έλεγαν για το κακομαθημένο και απαιτητικό παιδί. Τα πρώτα αντικείμενα που συσκευαζόταν σε κάθε μετακίνησή τους ήταν το εικονοστάσι. Οι εικόνες ήταν καθαρές, προσεχτικά τυλιγμένες για να αποφύγουν τυχόν φθορές κατά τη μετακίνηση. Μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γυιο και ήταν το πρώτο από τα πράγματα που έπαιρναν μαζί τους σε κάθε μετακίνηση και σε κάθε φυγή. Όλοι οι Σαρακατσάνοι που έφυγαν κυνηγημένοι από Ανατολική Θράκη και Βουλγαρία είχαν φέρει μαζί τους τα εικονίσματά τους.

Βέβαια αυτά δεν κάλυπταν την εσωτερική ανάγκη να εκκλησιαστούν και να μετέχουν του ιερού μυστηρίου της Θείας Μεταλήψεως. Νήστευαν, οι περισσότεροι, και κυρίως οι γυναίκες Τετάρτη και Παρασκευή, τη σαρακοστή των Χριστουγέννων, τη νηστεία του Πάσχα και του δεκαπενταύγουστου, , και πήγαιναν στα κοντινά χωριά να εκκλησιαστούν και να μεταλάβουν. Κι όταν το καλοκαίρι αυτό δεν ήταν εφικτό καλούσαν, μια φορά τουλάχιστον ιερέα στα καλύβια να ιερουργήσει. Την υπαίθρια λειτουργία παρακολουθούσε σύσσωμο το τσελιγγάτο με ευλάβεια. Οι ιερείς ανταποκρίνονταν σε παρόμοια καλέσματα και γιατί το θεωρούσαν καθήκον τους αλλά και γιατί εκτός από τα λίγα χρήματα που έπαιρναν ως αμοιβή, τους «φόρτωναν» με βούτυρο, τυρί και μαλλί ,προϊόντα που σχεδόν αφθονούσαν στους ίδιους ενώ στους άλλους πληθυσμούς ήταν δυσεύρετα.

Τις γιορτές και τις Κυριακές σταματούσαν κάθε εργασία. Οι γυναίκες μάλιστα από βραδίς, την παραμονή κάθε γιορτής, εκτός βέβαια από όσες εργασίες είχαν σχέση με τα ζωντανά. Οι δυο ετήσιοι σταθμοί στη νομαδική ζωή τους -ξεκαλοκαίριασμα και ξεχειμώνιασμα- ήταν συνυφασμένοι με τις γιορτές του Αη-Γιώργη και του Αη-Δημήτρη αντίστοιχα. Η παράδοση, οι μύθοι και οι θρύλοι είχαν αναλάβει να αναπληρώσουν την ελλείπουσα θεωρητική γνώση σχετικά με τον Χριστιανισμό. Αγνοούσαν το τυπολατρικό μέρος της θρησκείας μας. Αρκετά δρώμενά τους ,γιατί δεν ήταν σύμφωνα με όσα η εκκλησία επιτάσσει, κάποιοι τα έβρισκαν παράτυπα ακόμα και αιρετικά, δεν τους ήταν κατανοητό κι ούτε τους πολυενδιέφερε. Δόγμα τους ήταν «έτσι τα βρήκαμε, έτσι τα φκιάνουμε».

Πράγματι κάποιες συμπεριφορές τους αντιβαίνουν στους Κανόνες της Εκκλησίας μας, όπως το γήτεμα ή το διάβασμα του φιδιού και το να υποκαθιστά τον ιερέα η γυναίκα, όταν τα Φώτα φέρνει τον αγιασμό και ραντίζει μ΄αυτόν ανθρώπους, χώρους και ζωντανά. Ή όταν παραμονές κάποιας μεγάλης γιορτής θυμιατίζει το καλύβι. Ακόμη και κάποιες δράσεις τους εκ πρώτης όψεως φαινόταν να μην είναι χριστιανική επιρροή, όμως έχουν την εξήγησή τους. Η σαρακατσιάνικη κοινωνία είναι παραδοσιακή κοινωνία και η εκπαίδευσή της πηγάζει κυρίως από την παράδοση στην οποία δοξασίες, θρύλοι και μύθοι που καθησυχάζουν τους ανθρώπους, διασκεδάζουν τους φόβους τους και τους ασφαλίζουν κατά κάποιο τρόπο από το κακό δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγούν από παγανιστικές απόψεις. Έτσι η μαγεία, η μαγγανεία πολλάκις, ακόμη και ειδωλολατρικά στοιχεία και χριστιανική πίστη σε προεξάρχοντα ρόλο, βρισκόταν αρμονικά συνταιριασμένα και συνυφασμένα χωρίς να τους παραξενοφαίνονται. Αυτό παρατηρείται, και σε άλλες βέβαια περιπτώσεις, κυρίως όμως στις γιορτές του δωδεκαημέρου. Πίστευαν ακράδαντα ότι ως βοσκοί οι ίδιοι ήταν ευλογημένοι αυτοί αλλά και τα πρόβατά τους , γιατί κατά την παράδοση οι βοσκοί ήταν οι πρώτοι που προσκύνησαν τη γέννηση του Χριστού. Τα πρόβατά τους πρόσφεραν ζεστασιά στο νεογέννητο Θεό και οι ίδιοι στην Παναγία ψωμί ψημένο στα κάρβουνα. Γι΄αυτό και είναι απαραίτητη η Χριστόκλουρα τα Χριστούγεννα. Ενώ για τα κατσίκια πίστευαν το αντίθετο, επειδή είχαν την ουρά τους σηκωμένη , ήταν καταραμένα και ζημιάρικα και ήταν ταυτισμένα με τον τραγοπόδαρο Πάνα της αρχαιότητας, κι αργότερα με τον κατσικοπόδαρο «όξω αποδώ».

Η χριστόκλουρα ήταν «σφραγισμένη» με ανάγλυφη σφραγίδα, το σφράγιστρο, όπου δεσπόζουν τα αρχικά ΙΣ. ΧΡ. Γύρω απ΄αυτά με πιρούνια σχημάτιζαν πλεξούδες , πατημασιές προβάτων, αλόγων και τα καλύβια. Την Πρωτοχρονιά πιστοί στο φιλόπτωχο έργο του Αγίου μεγάλου Βασιλείου και στις επιταγές της πρωτοχριστιανικής κοινότητας ,εθιμικά προχωρούν σε εκδηλώσεις αλληλεγγύης. Ένα δέμα με ψωμί, καλούδια, τυρί και βούτυρο το άφηναν ξημερώματα στη βρύση ή στο σταυροδρόμι για όσους το είχαν ανάγκη. Θεωρούσαν καθήκον και υποχρέωση του χριστιανού να συνδράμει τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους του. Από αυτή την αντίληψη ξεπήδησε και το λυπητερό τραγούδι : «Κανείς δε βρέθκη χριστιανός και λαδοβαφτισμένος να μου μαζέψει τα παιδιά. Ζητούν ψωμί στη γειτονιά, νεράκι δεν τους δίνουν …»

Την παραμονή των Φώτων, του Σταυρού, ήταν η πιο αυστηρή νηστεία. Την τηρούσαν όλοι και οι άνδρες, για να είναι καθαροί ,εξαγνισμένοι , αφού τα Φώτα με κάθε τρόπο θα έπαιρναν το αγιασμένο νερό. Με αυτό η νοικοκυρά του σπιτιού ράντιζε όλα τα μέλη της οικογένειας, τους χώρους κατοικίας ανθρώπων και ζώων για να διώξουν έτσι τα κακά πνεύματα και να πάει καλά ο χειμώνας. Λίγο από τον αγιασμό αυτό πάντα τον φύλαγαν στο εικονοστάσι για το καλό του σπιτιού αλλά και για γιατρικό, αφού του απέδιδαν μαγικά αλλά και εξαγνιστικά χαρακτηριστικά. Όταν κάποιος, παιδί κυρίως, τα παιδιά ήταν πιο ευάλωτα στις δύσκολες συνθήκες που ζούσαν, αρρώσταινε το έχριζαν μ΄αυτό. Αν δεν γινόταν καλά τότε έταζαν στον άγιο προστάτη του Σπιτιού ή στον άγιο που τη μνήμη του γιόρταζαν την επομένη. Το τάμα αυτό το τηρούσαν εφ΄όρου ζωής. Κατά παράδοση βρισκόταν μακριά από τους γιατρούς, και χωροταξικά και φιλοσοφικά. Πρώτα έτρεχαν στον παπά να τους διαβάσει μια ευχή για τη βασκανία, την αρρώστια, την κακοτυχία, να διαβάσει τη λεχώνα και ύστερα θα πήγαιναν στο γιατρό, στην έσχατη περίπτωση.

Το Πάσχα ήταν Λαμπρή γιορτή. Έκαναν τρόπο να εκκλησιαστούν και να μεταλάβουν, εί δυνατόν όλοι, κι ας απαιτούνταν γι΄αυτό να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα. Στη σφαγή – θυσία του αρνιού ο άνδρας ήταν ο τελετάρχης. Το γυρίζει στην ανατολή, «έβγα ηλιού» προς τους αγίους τόπους, και με το αίμα του σχηματίζει σταυρό στο μέτωπο νεαρού αγοριού ή στο γυιο του καθώς και στην πόρτα του σπιτιού του. Το ίδιο με λαμπρότητα γιόρταζαν τον Αη- Γιώργη, την Παναγία, τον Αη-Λια, τον Αη-Δημήτρη.

Προσευχές δεν ήξεραν, δεν έλεγαν. Λίγοι γνώριζαν το «Πάτερ ημών». Συνήθως αυτοσχεδίαζαν για και σε κάθε περίπτωση. Φύσει λιγόλογοι το ίδιο και στην επικοινωνία τους με τα Θεία.

Πίστευαν ότι στη ζωή υπάρχουν δυϊκές αντίρροπες δυνάμεις το καλό και το κακό, ο Θεός και ο Σατανάς. Το ωραίο και το άσχημο. Το κακό καιροφυλακτούσε να βλάψει, να εξαφανίσει το καλό. Στόχος του κυρίως το μικρό παιδί ή ένα ξεχωριστό ζωντανό. Το αποτρέπει αυτό με το φυλαχτό, το σταυρουδάκι ή το «χαϊμαλί», αντικείμενο που πάντα περιέχει θυμίαμα.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ήταν μια ιδιαίτερη ράτσα με πορεία πολλών αιώνων στην Ελληνική κοινωνία, με νομαδικό τρόπο ζωής, συντηρητική ,κλειστή κοινωνία που δύσκολα δεχόταν νεωτερισμούς. Κρατούσαν φανατικά τις συνήθειες και τα έθιμά τους και όταν προσχώρησαν στο Χριστιανισμό και για πολλούς αιώνες αφομοίωναν τα στοιχεία της νέας κοσμοθεωρίας σταδιακά χωρίς να αφίστανται βίαια και απότομα των παλαιών. Συνδύαζαν παλαιό και νέο λειτουργικά στον τρόπο ζωής τους με πάντα κυρίαρχο το χριστιανικό στοιχείο κάτω από τον μανδύα του οποίου υπήρχαν και τα προχριστιανικά. Η πίστη τους στην Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία ήταν βαθειά, αγνή και ανεπιτήδευτη. Ζούσαν μ΄αυτή ως χριστιανοί έντιμα, δίκαια με αγάπη και υποστήριξη στον συντοπίτη τους.-