Του Αλέξανδρου Παρλάντζα
|
Με τον τρουβά στον ώμο μου, στης ράχες περπατούσα
και ψωμοτύρι έτρωγα, της ώρες που πεινούσα
Νόστιμο ζυμωτό ψωμί, ρόδο κοκκινισμένο
από τουλούμι το τυρί, σε γάλα βουτηγμένο
Την κάπα είχα σκέπαστρο, τις μπόρες να περνάω
τη ζέστα που μου κράταγε, ποτέ δεν την ξεχνάω
Κρύο και δροσερό νερό, η φτσέλα μου κρατούσε
όσο και ζέστα να έκανε, τη γεύση δεν χαλούσε
Κάπα και ριγωτό τρουβά, τη φτσέλα και την κλήτσα
τα μάθαινε κάθε βοσκός, από την σαρμανίτσα
Τώρα άλλαξαν οι καιροί, αφτί είναι η αλήθεια
και όσα γράφω στο χαρτί, μοιάζουν με παραμύθια
Τώρα μοντέρνος έγιναν, σακίδιο έχω πάρει
και του τρουβά παντοτινά, την έχασα την Χάρι
Η κάπα εξαφανίστηκε, που ήτανε καμάρι
και πλαστικό αδιάβροχο, τη θέση έχει πάρει
Τη φτσέλα αντικατέστησε, το πλαστικό μπουκάλι
γιαυτό και έχει το νερό, το μαύρο του το χάλι
Γίνεται μεσ το πλαστικό, τσάι δυπλοβρασμένο
μεσ το καταμεσήμερο, σ αφήνει διψασμένο
Καλή η νέα εποχή, και η τεχνολογία
μα στο μυαλό μου βρίσκεται, πάντα η νοσταλγία