Του Κωνσταντίνου Γαλλή
|
Βαθιά θρησκευόμενοι οι Σαρακατσαναίοι όσο ζούσαν στα κονάκια, αν και δεν είχαν εύκολη πρόσβαση στις Εκκλησιές και στους τόπους λατρείας λόγω του τρόπου ζωής τους. Τόπος λατρείας τα Εκκλησάκια και εικονοστάσια που εύρισκαν στο διάβα τους στα κακοτράχαλα βουνά . Απόδειξη της παραπάνω διαπίστωσης ήταν και οι προσπάθειες που κατέβαλαν τις άγιες ημέρες των Χριστουγέννων – Πρωτοχρονιάς- Φώτων να βρεθούν στην Εκκλησιά και αντάμα με τους άλλους χριστιανούς να γιορτάσουν και να μεταλάβουν των αχράντων μυστηρίων.
Τα Χριστούγεννα, η μεγάλη αυτή γιορτή της xχριστιανοσύνης που ήλθε στον κόσμο ο θεμελιωτής της, Ο ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΌΣ, για τους Σαρακατσάνους συνέπιπτε με τη γέννα των προβάτων, που είχε καθοριστική σημασία για την επιβίωσή τους. Μια καλή γέννα χωρίς απώλειες αρνιών και προβατίνων καθόριζε το μαξούλι της χρονιάς, δηλαδή το κυρίως εισόδημα. Προβατίνες που έχαναν τα αρνιά τους κατά τη γέννα έχαναν και το γάλα τους, οπότε η ζημιά ήταν διπλή, χάνονταν και κρέας και γάλα.. Και όλα αυτά στις ποιο δυσμενείς συνθήκες από άποψης καιρικών συνθηκών, γιατί «πίσω μπρος του Χριστού η καρδιά του Χειμωνιού», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούσαν την περίοδο αυτή και δεν είχαν άδικο..
Παρόλα αυτά τα Χριστούγεννα τα γιόρταζαν με κάθε δυνατή για τις δυνατότητές τους μεγαλοπρέπεια. Θα μου πείτε για ποια μεγαλοπρέπεια μιλάτε μια που ζούσαν σε καλύβια με ανύπαρκτες με τα σημερινά δεδομένα ευκολίες και υποχρεωμένους να βρίσκονται 24 ώρες το εικοσιτετράωρο στο ύπαιθρο κοντά στα ζωντανά τους! Η απάντηση εδώ βρίσκεται στη δύναμη της καρδιάς και στην αγάπη για ζωή και περαιτέρω ανέλιξη.
Ο κόσμος να χαλούσε τα Χριστούγεννα έπρεπε να εκκλησιασθούν. Στα πρόβατα θα έμεναν οι απολύτων απαραίτητοι, κυρίως για τη φύλαξη , διότι τα ζλάπια, κυρίως οι λύκοι, παραμόνευαν. Για το λόγο αυτό άναβαν φωτιές κοντά στην καλύβα του τσοπάνη, ορμήνευαν καταλλήλως τα σκυλιά , έριχναν και καμιά τουφεκιά για εκφοβι9σμό των αγριμιών και τότε μόνο αναχωρούσαν για τα κονάκια και στα γρήγορα για την Εκκλησία.
Η καμπάνα χτυπούσε μετά τα μεσάνυχτα γύρω στις τρεις και σχολνούσε με την ανατολή του αυγερινού, του λαμπρότερου πλανήτη του Ηλιακού μας συστήματος. όπως φαινόταν την αυγή, γνωστός από την αστρονομία ως Αφροδίτη.
Οι Σαρακατσαναίοι με το χτύπημα της καμπάνας ήταν έτοιμοι και ξεκινούσαν οικογενειακά για την Εκκλησία, όπως και οι άλλοι χριστιανοί.. Παρακολουθούσαν με ευλάβεια τη λειτουργία, απαραιτήτως μεταλαμβάνανε και πάλι όλοι μαζί γύριζαν στα κονάκια τους. Τότε ο πατέρας έκοβε το χριστόψωμο, έπαιρνε ο καθένας το κομμάτι του, έτρωγαν στα γρήγορα τον τραχανά τους και αμέσως μετά οι άνδρες και οι μεγαλύτερες γυναίκες έφευγαν για τα πρόβατα και τις δουλειές που τους περίμεναν εκεί , δηλαδή η μεταφορά των αρνιών και προβατίνων στο λιβάδι που μέχρι τότε δεν βόσκονταν. Και τούτο για να κατεβάσει γάλα η μάνα για να θρέψει το αρνί της ή τα αρνιά της αν είχε δύο ( διπλάρια) . Το θέαμα κατά τη μεταφορά των νεογέννητων ήταν συγκινητικό. Τη γυναίκα που μετάφερε τα αρνιά στην ποδιά της ή τον άνδρα, κρεμασμένα από τα δύο του χέρια, ακολουθούσαν οι προβατίνες βελάζοντας, δηλαδή κλαίγοντας, πιστεύοντας προφανώς ότι τους παίρνουν τα παιδιά τους! Ησύχαζαν μόνο όταν έφταναν στο λιβάδι με το παχύ χόρτο και κάθε μία έπαιρνε το παιδί της το οποίο έγλειφε συνεχώς, προφανώς για να ικανοποιήσει το μητρικό φίλτρο.
Χριστόψωμο, ξεχωριστό ψωμί που μόνο τα Χριστούγεννα το έφκιαναν. Οι νοικοκυρές διπλοκοσκίνιζαν το αλεύρι σε μια λεπτή σήτα και στη συνέχεια σε σήτα από μαγνάδι ( πολύ λεπτή σήτα), πιάνανε το προζύμι από την προηγούμενη μέρα, το διπλοζύμωναν, δηλαδή το άφηναν να γένει, στην συνέχεια το ξαναζύμωναν, το άπλωναν στο ταψί ή κατά προτίμηση στο σινί, το άφηναν ακόμη λίγο να ωριμάσει και στη συνέχεια το έψηναν στο γάστρο. Ο γάστρος δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή γάστρα που γνωρίζουμε.. ΄Ηταν ένα κοίλο μεταλλικό κατασκεύασμα διαστάσεων κατά τι μεγαλύτερων από ένα μεγάλο στρογγυλό ταψί, επί του οποίου τοποθετούνταν η μισή θρακιά από τη φωτιά που κρατούνταν από μία στεφάνη προσαρμοσμένη στο χείλος του γάστρου. και το οποίο σκέπαζε το ταψί με το χριστόψωμο. Να σημειώσω εδώ ότι το ταψί τοποθετούνταν πάνω σε μία τριγωνική σχάρα ( πυροστιά). Και σε μία ώρα περίπου το χριστόψωμο ήταν έτοιμο, λαχταριστό – λαχταριστό.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο μενού περιλάμβανε ακόμη πίτα και κοντοσούφλι ή βραστό προβατίσιο κρέας με τραχανά. Ο τραχανάς είχε δεσπόζουσα θέση στη διατροφή των Σαρακατσαναίων.
Τραχανάς σούπα, τραχανάς με πατάτες, τραχανάς με κρέας βραστό, τραχανάς σε πίτα.΄Ηταν το πρόχειρο φαγητό και το ποιο θρεπτικό.. Περιείχε σε ιδεώδη αναλογία υδατάνθρακες, λευκώματα και λίπη με τα σημερινά δεδομένα.
Γουρούνι οι Σαρακατσαναίοι συνήθως δεν έτρεφαν, τη θέση του την έπαιρνε καμιά στέρφα, η οποία συνήθως «πτάνευε» , δηλαδή δεν μπορούσε να συλλάβει και απασχολούσε τα κριάρια όλο το χρόνο ή, αν δεν υπήρχε τέτοια στο κοπάδι, καμιά παλιά παχιά προβατίνα, σπανίως αρνιά, άσε που αρνιά για σφάξιμο τις άγιες αυτές ημέρες δεν υπήρχαν .. Και τρωγότανε καλοβρασμένη με τραχανά ή κοντοσούφλι αλλά όπως μόνο οι Σαρακατσαναίοι ήξεραν να φτιάχνουν τουλάχιστον εκείνη την εποχή, τώρα ο τρόπος αυτός διαδόθηκε πανελλαδικά αλλά ο τίτλος μένεi και η προέλευσή του είναι σαρακατσάνικη.. Το κοντοσούφλι ετοιμάζονταν από την προηγούμενη ημέρα. Κόπτονταν το κρέας σε μικρά κομμάτια γύρω στα 150 γραμμάρια το καθένα προσέχοντας, αν ήταν δυνατό, κάθε κομμάτι να περιέχει και λίγο ξύγκι, αλατίζονταν και με λίγο κρεμμύδι σκεπάζονταν σε ένα ταψί. Την άλλη μέρα σουφλίζονταν και αργοψήνονταν σε χαμηλή φωτιά. Σήμερα τέτοιο κοντοσούφλι μπορείς να γευθείς μόνο σε λίγα μέρη στη Θεσσαλία και στην οροσειρά της Πίνδου..
Χριστουγεννιάτικη πίτα. Και όταν λέμε πίτα εννοούμε πίτα με φύλλα, πολλά φύλλα γύρω στα 25, φκιασμένα στο πλαστήρι με τον πλάστη. Για τις πίτες έπαιρναν αλεύρι από μαλακό σιτάρι. Το σκληρό δεν άνοιγε φύλλο. Το ζυμάρι πιάνονταν αποβραδίς και την άλλη μέρα μετά την Εκκλησία ανασκομπώνονταν η νοικοκυρά, άπλωνε τα φύλλα και με μπόλικο τυρί και βούτυρο εναλλάξ, στο ένα φύλλο βούτυρο, στο άλλο τυρί, φκιάνονταν η πίτα και ψήνονταν στο γάστρο σε φωτιά που είχε καρβουνιάσει.
Πρωτοχρονιά: την ημέρα αυτή κυρίαρχη θέση είχε η γαλατόπιτα. Πάλι με 20-25 φύλλα , τυρί, βούτυρο και κρέμα από αλεύρι με μπόλικο γάλα και λίγη ζάχαρη αν υπήρχε., μέσα δε έβαζαν μία δραχμή, ένα φύλλο σιταριού, ένα κλαδάκι από πουρνάρι και ό,τι άλλο είχε σημασία για την επιβίωση της οικογένειας. Και μια που αναφερθήκαμε στην επιβίωση, να τονίσω ότι ο αγώνας ως κύριο μέλημα είχε την εξασφάλιση του επιουσίου, τα άλλα βολεύονταν. Δηλαδή η εξασφάλιση περίπου 800 οκάδων σταριού. Εκείνη την εποχή το φάσμα της σιτοδείας πλανιόνταν πάνω τη χώρα μας. Υπήρξε εποχή που η πολιτεία καλούσε τους πολίτες να βάλουν σιτάρι ακόμη και στις γλάστρες, τόσο καίριας σημασίας ήταν η εξασφάλιση του επιουσίου. Και δεν είχαν άδικο..
Εκείνο που είχε ιδιαίτερη σημασία την ημέρα αυτή ήταν η «βασιλεία» των εργασιών. Τόσο ο νοικοκύρης όσο και η νοικοκυρά έπρεπε να καταπιαστούν με όλες τις δουλειές που θα έκαναν όλη τη χρονιά δειγματοληπτικά , δηλαδή ο νοικοκύρης να καθαρίσει μια προβατίνα που είχαν λερωθεί τα πισινά της από ευκοιλιότητα,να ρίξει δυο τσαπιές στον κήπο, να επισκεφθεί όλα τα ζωντανά του, να ψευτοκυνηγήσει, να επισκεφθεί τα γεννήματά του και ό,τι άλλο είχε ιδιαίτερη σημασία. Κάτι παρόμοιο έκανε και η νοικοκυρά στο κονάκι της. Πίστευαν ότι ενεργώντας κατά αυτό τον τρόπο βασιλεύουν οι δουλειές, δηλαδή αυξάνει η παραγωγή, θεριεύουν τα εισοδήματα. Το λέγει και η λέξη.
Των Φώτων
Τα φώτα είχαν ιδιαίτερη σημασία στη ζωή των Σαρακατσάνων. Με το σχόλασμα της Εκκλησίας και τη λήψη του αγιασμού, η πρώτη φροντίδα τους ήταν να αγιάσουν πρώτα όλα τα μέλη της οικογένειας, ακολούθως το σπιτικό τους, τα ζωντανά τους τη γη τους, όλα τα υπάρχοντά τους. Και επειδή ο αγιασμός που λάμβαναν από την Εκκλησιά ήταν λίγος τον πολλαπλασίαζαν με νερό πόσιμο από τη βαρέλα, δηλαδή το ξύλινο σκεύος που έπαιρναν νερό από τη βρύση.
Το τραπέζι των Φώτων περιλάμβανε απαραιτήτως χορτόπιτα με πολλά φύλλα και αγριολάχανα που μάζευαν από τα λιβάδια που δεν είχαν βοσκηθεί. Και τα Φώτα τα παιδιά περιέρχονταν όλα τα κονάκια, αρχής γενομένης από το κονάκι του τσέλιγκα ( ο τσέλιγκας ήταν η ψυχή του τσελιγκάτου και η εκτίμηση στο πρόσωπό του απεριόριστη), τραγουδώντας τα παρακάτω κάλαντα όπως μου τα διηγήθηκε η μεγαλύτερη αδερφή μου, Παναγιώτα, που είναι 89 χρονών.:
« Σήμερα είναι των φωτών
και των μεγάλων εορτών,
που αγιάζουν οι παπάδες
μέσα στα σπίτια μπαίνουνε
και λένε τον Ιορδάνη».
Για καλούδια έδιναν κανένα σύκο, λίγα στραγάλια με σταφίδες, σπάνια καμιά δραχμή, συνηθέστερα καμιά τρύπια δεκάρα, που αποθηκεύονταν στις τσέπες μας και από εκεί μόλις απομακρυνόμασταν τα φαγώσιμα στο μεγάλο σακούλι, δηλαδή στο στομάχι μας. Και λέγω κατέληγαν γιατί τη ΄΄ δουλειά΄΄ αυτή την έκανε και η αφεντιά μου χωρίς να θυμάμαι τα κάλαντα που έλεγα.
Καλικάτζαροι. Με την έλευση των Χριστουγέννων δυστυχώς ερχότανε και οι Καλικάτζαροι, οι μυθικοί αυτοί διάβολοι που σκορπούσαν φόβο και τρόμο στις παιδικές ψυχές. Και το χειρότερο είναι ότι οι μεγαλύτεροι, μη εξαιρουμένων των γονιών μας , τους επικαλούνταν σε κάθε αταξία μας! Τόσο πολύ πιστεύαμε στους Καλικατζάρους και τις υπερφυσικές δυνατότητές τους που με την έλευση των Φώτων η ψυχή μας ξαλάφρωνε .Τώρα γιατί οι μεγάλοι τους επικαλούνταν συχνά πυκνά, φαίνεται ότι δεν ήμασταν και τόσο ΄καλά παιδιά΄, αλλά πώς να είμαστε όταν ζούσαμε σε έναν περίγυρο τραχύ και δύσκολο!