flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Αναδρομή στο παρελθόν: Λίγα λόγια για τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας

Lapatonas Nikolaos

 

του Νικόλαου Λαπατώνα
Δικηγόρος Ιωαννίνων 

 

Πριν από περίπου δύο αιώνες οι Σαρακατσάνοι της περιοχής των Αγράφων και της ευρύτερης περιοχής της Ηπείρου, εξαιτίας των πολλών διωγμών που υφίσταντο από τον Αλή-Πασά, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα πάτρια εδάφη τους και να μετακινηθούν προς τον Βορρά. Με λίγα πρόβατα και τα άκρως απαραίτητα για να μπορέσουν να επιβιώσουν , ακολουθώντας κρυφά μονοπάτια μέσα στα βουνά, για να αποφύγουν την επαφή με τους Τούρκους, κατάφεραν πολλοί απ’ αυτούς να φτάσουν μέχρι την Μακεδονία και τη Θράκη. Άλλοι προχώρησαν βορειότερα προς την Βουλγαρία και την Σερβία . Ανάμεσα σε αυτούς και οι παππούδες μου, που έφτασαν στην Βουλγαρία, όπου βρήκαν πλούσια βοσκοτόπια κι έτσι αποφάσισαν να ξεκαλοκαιριάζουν τα πρόβατά τους εκεί, ενώ τον χειμώνα επέστρεφαν στα παράλια του Αιγαίου, όπου έστηναν τα χειμαδιά τους. Ας σημειωθεί πως διαμορφωμένα κράτη και σύνορα δεν υπήρχαν ακόμη κι όλα αυτά τα εδάφη αποτελούσαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι , η μετακίνησή τους από την μία περιοχή στην άλλη ήταν εύκολη και ελεύθερη.

Τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν όταν δημιουργήθηκε το Βουλγαρικό κράτος το 1885 και χειροτέρεψαν μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων το 1908, αλλά και πάλι, παρά τις δυσκολίες οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας συνέχισαν και μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο να μετακινούνται από και προς τον Ελλαδικό χώρο. Τα σύνορα έκλεισαν οριστικά το 1933 και σε όσους βρέθηκαν εκείνη την στιγμή στην Βουλγαρία κατέστη αδύνατο να επιστρέψουν στην Ελλάδα και εγκλωβίστηκαν εκεί.

Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον χειμώνα του 1929 γεννήθηκε ο παππούς μου , Γεώργιος Τσιλιγκίρης, στην Αδριανούπολη της σημερινής Τουρκίας. Είχε πάει εκεί ο τσέλιγκας παππούς του με το τσελιγκάτο του, προκειμένου να διαχειμάσουν. Μεγαλώνοντας ο παππούς μου αναλαμβάνει ο ίδιος το τσελιγκάτο των Τσιλιγκιραίων, που απαριθμεί εκείνη την εποχή (περ.1950) δυόμισι χιλιάδες πρόβατα. Δυστυχώς η ιστορική συγκυρία δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή, δεδομένου ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα Βαλκανικά κράτη, εγκαθιδρύθηκαν κομμουνιστικά καθεστώτα που ήταν αντίθετα σε κάθε μορφή ιδιωτικής πρωτοβουλίας και απαιτούσαν την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας.

Ο παππούς μου, άνθρωπος ιδιαίτερα διορατικός, αντιλαμβάνεται σχετικά νωρίς ότι ο νομαδικός τρόπος ζωής των Σαρακατσάνων οδεύει προς το τέλος του. Έτσι προχωρά το 1956 στην αγορά πέντε στρεμμάτων γης στην Κοιλάδα των Ρόδων ( πόλη Καζανλάκ) , όπου κτίζει σπίτι και δημιουργεί κτηνοτροφική μονάδα, μεταφέροντας εκεί τα ζώα του. Τον Μάρτη 1958 όμως τόσο ο παππούς μου όσο και οι υπόλοιποι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας βιώνουν τον απόλυτο πόνο και οδύνη, αφού γίνεται βίαιη δήμευση της περιουσίας τους από το Βουλγαρικό κράτος. Ο Γεώργιος Τσιλιγκίρης λοιπόν ζει την απόλυτη καταστροφή, αφού μέσα σε μία μέρα χάνει ολόκληρο το βιος του! Κρατικοποιούνται τα πρόβατά του, η γη και το σπίτι του! Ως αντάλλαγμα για την περιουσία του, δεν αποζημιώνεται, όπως θα πίστευε κανείς, ούτε του δίνεται κάποια άλλη έκταση ίσης αξίας με την περιουσία του κάπου αλλού, όπως ορίζεται από τον Νόμο σε περιπτώσεις αναγκαστικών απαλλοτριώσεων. Αντίθετα τού δίνεται από το καθεστώς απλά η δυνατότητα να εργαστεί ως βοσκός στον νεοσύστατο κρατικό αγροκτηνοτροφικό συνεταιρισμό καθώς

και το δικαίωμα να αγοράσει τέσσερα διαμερίσματα στις πολυκατοικίες ( τα λεγόμενα μπλοκ) που θα χτίζονταν πάνω στην δικιά του γη, η οποία είχε ήδη δημευτεί. Από τσέλιγκας λοιπόν, ο παππούς μου μπορούσε να γίνει, αν το ήθελε, εργάτης στα ίδια του τα ζώα! Φυσικά, αρνήθηκε να γίνει τσομπάνος και αποφάσισε να κάνει μία καινούργια αρχή. Δούλεψε για λίγα χρόνια ως εργάτης σε διάφορες φάμπρικες, αλλά, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η γιαγιά μου, «το χαμόγελο είχε σβήσει από τα χείλη του. Το μαράζι τον έτρωγε καθημερινά». Ο παππούς ήταν περήφανος άνθρωπος και ποτέ δεν ξεπέρασε αυτή την απώλεια. Δεν άντεξε και η καρδιά του τον πρόδωσε λίγα χρόνια μετά.

Η γιαγιά μου, Τσιλιγκίρη («Σιούτα») Βασιλική, που απεικονίζεται στην φωτογραφία, μετά τον χαμό του άντρα της αναγκάστηκε για πρώτη φορά να βγει από το σπίτι και να αναζητήσει εργασία σ’ ένα περιβάλλον εντελώς ξένο προς αυτήν. Βλέπετε, την γλώσσα δεν την γνώριζε, μιας και οι επαφές των γυναικών Σαρακατσάνων περιορίζονταν αυστηρά στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του τσελιγκάτου και ουδέποτε είχαν αναπτύξει σχέσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Το «αλισβερίσι» αυτό ήταν καθαρά προνόμιο των ανδρών. Η γιαγιά μου λοιπόν, όπως κι άλλες Σαρακατσάνες εκείνη την εποχή, βιώνει μία τεράστια αλλαγή στην ζωή της. Από γυναίκα τσέλιγκα, αναγκάζεται να γίνει εργάτρια σ’ ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Καταφέρνει ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, να ορθοποδήσει και, έχοντας πια κι αυτή συνειδητοποιήσει πως ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν τα παιδιά της να ενσωματωθούν στην Βουλγάρικη κοινωνία θα ήταν να μορφωθούν, δουλεύει σκληρά, για να μπορέσει να σπουδάσει και τα τρία παιδιά της. Και τα καταφέρνει! Το μεγαλύτερο παιδί της, η μητέρα μου Χρύσα, σπούδασε Μαιευτική, η θεία μου, Παναγιώτα, Παιδαγωγικά κι ο θείος μου, Χρήστος, Μηχανικός Μηχανολόγος.

Μιας που δεν υπήρχε πλέον καμία δυνατότητα επιστροφής στην Ελλάδα, αφού το κομμουνιστικό καθεστώς απαγόρευε κάθε μετακίνηση των πολιτών, οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν και να ζήσουν στο Βουλγάρικο κράτος, για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Ωστόσο, διατήρησαν την ελληνική γλώσσα, που μιλούσαν αδιάλειπτα μέσα στα σπίτια τους, διατήρησαν τα ήθη και τα έθιμά τους, διατήρησαν την ορθόδοξη χριστιανική τους πίστη, μολονότι το καθεστώς απαγόρευε αυστηρά την εκδήλωση κάθε θρησκευτικού αισθήματος .

Οι γονείς μου στα πρώτα χρόνια της ζωής τους βίωσαν τον νομαδικό τρόπο ζωής και έζησαν σε κονάκι, αλλά μόνο στην επικράτεια της Βουλγαρίας. Ο μεν πατέρας μου, Γεώργιος Λαπατώνας, γεννήθηκε στα χειμαδιά τον Γενάρη του 1950 στο Πριμόρσκο στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας , η δε μητέρα μου, Χρύσα Τσιλιγκίρη, στο Μπατάκ της Νότιο - Δυτικής Βουλγαρίας τον Σεπτέμβριο του 1954 κατά την μετακίνηση προς τα χειμαδιά. Γνωρίστηκαν σε έναν Σαρακατσάνικο γάμο ή «χαρά», όπως το λέγαμε εμείς, κι αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους.

Αν και απαγορεύονταν οι θρησκευτικοί γάμοι και τα μυστήρια της βάφτισης, οι γονείς μου, όταν έφτασε η ώρα του γάμου τους, δεν έσκυψαν το κεφάλι τους. Δεν υπέκυψαν. Ισα-ισα! Αφού πρώτα τέλεσαν τον πολιτικό γάμο στο ληξιαρχείο, όπως όριζε η νομοθεσία, στη συνέχεια , την ίδια κιόλας μέρα, μετέβησαν σε κοντινή κωμόπολη στο Μαγκλίζ και παντρεύτηκαν με θρησκευτικό γάμο, όπως όριζε η θρησκευτική τους πίστη, για να πάρουν

ευλογία. Το ίδιο έκαναν κι όταν γεννηθήκαμε εγώ κι ο αδελφός μου, Βασίλης. Μας βάφτισαν κρυφά σε άλλη πόλη!

Αξιοθαύμαστες και με σθένος ψυχής ήταν και οι Σαρακατσάνες γριούλες, οι οποίες αγνοώντας τους κινδύνους που διέτρεχαν, ήταν οι μόνες που τολμούσαν να εκκλησιάζονται.

Θυμάμαι ότι στο σπίτι μου πάντα μιλούσαμε ελληνικά. Μεγάλο μου παράπονο ήταν ότι δεν γνώριζα ελληνική γραφή κι ανάγνωση. Ελληνικά σχολεία δεν υπήρχαν κι εμείς θέλαμε τόσο πολύ να μάθουμε πράγματα για τον τόπο μας, για τον πολιτισμό μας! Ήμουν ωστόσο τυχερός, γιατί η θεία μου ήταν εκπαιδευτικός και γνώριζε να γράφει και να διαβάζει στα ελληνικά. Τα είχε διδαχθεί κρυφά από έναν δάσκαλο πολιτικό πρόσφυγα. Δίπλα της μαθήτευσα κι έμαθα στα δώδεκά μου και γραφή και ανάγνωση. Η χαρά μου, όταν για πρώτη φορά έγραψα το όνομα μου στα ελληνικά, ήταν απερίγραπτη. Ήμουν τόσο περήφανος που από εκείνη την μαγική στιγμή και μετά το μεγάλο μου όνειρο ήταν να έρθω στην Ελλάδα και να μείνω για πάντα εδώ!

Η Ελλάδα ήταν για μας η χώρα μας, η πατρίδα μας. Την αγαπούσαμε και νοιαζόμασταν γι’ αυτήν. Είχαμε αφήσει συγγενείς πίσω μας που είχαμε ακούσει γι’ αυτούς και θέλαμε να τους συναντήσουμε. Η ευκαιρία ήρθε για τους γονείς μου το 1986, όταν δόθηκε από το καθεστώς – άτυπα- η δυνατότητα σε κάποιους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας να επισκεφτούν τους συγγενείς τους στην Ελλάδα για λίγες μέρες. Οι γονείς μου βρίσκονταν ανάμεσα σε αυτούς τους τυχερούς. Θα ταξίδευαν στην Ελλάδα μεν , αλλά το αντάλλαγμα που τους ζητούνταν βαρύτατο: τα παιδιά τους, δηλαδή εγώ κι ο αδελφός μου, δεν θα ταξίδευαν μαζί τους, αλλά θα έμεναν στην Βουλγαρία ως «ενέχυρο». Μόνο έτσι θα αναγκάζονταν να επιστρέψουν οι γονείς μου. Έτσι, λοιπόν, μας άφησαν υπό την επίβλεψη της γιαγιάς μου κι έκαναν το ταξίδι που ονειρεύονταν μια ολόκληρη ζωή. Επισκέφτηκαν τους συγγενείς μας στην Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Σέρρες και Θεσσαλονίκη τους οποίους έβλεπαν για πρώτη φορά.

Οικογενειακώς ταξιδέψαμε στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1989, λίγο πριν την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Μείναμε πρώτα στα Δίκαια Έβρου, μετά Αλεξανδρούπολη, Καβάλα, Μαυροθάλασσα Σερρών και στην Θεσσαλονίκη, στα ξαδέλφια και στους θείους των γονιών μου. Θυμάμαι με πόση αγάπη μας υποδέχτηκαν και πόση συγκίνηση αισθανθήκαμε όλοι μας, μικροί και μεγάλοι. Εκείνη την πρώτη νύχτα στην Ελλάδα, θυμάμαι πως δεν κοιμήθηκα. Τόση ήταν η χαρά μου! Ήθελα να προλάβω να τα δω όλα, να μην μου ξεφύγει τίποτα. Αγοράσαμε βιβλία, ελληνικά βιβλία, ελιές και ελαιόλαδο, πράγματα δηλαδή που δεν υπήρχε περίπτωση να τα βρούμε στην Βουλγαρία! Ήθελα να μείνω εδώ, εκλιπαρούσα τους γονείς μου. Αλλά, η παιδική μου ψυχή δεν κατανοούσε τους εύλογους προβληματισμούς τους: στην Βουλγαρία είχαν πλέον τα σπίτια τους, τις δουλειές του, τους γονείς και τα αδέλφια τους. Ο πατέρας μου ήταν ένας καταξιωμένος κτηνίατρος κι η μητέρα μου δούλευε σε δημόσιο νοσοκομείο ως μαία. Δεν μπορούσαν να τα παρατήσουν όλα και να ξεκινήσουν από το μηδέν.

Εγώ όμως το είχα πλέον αποφασίσει. Στόχος μου έγινε να φύγω από την Βουλγαρία και να επιστρέψω για πάντα στην Ελλάδα. Το όνειρό μου άρχισε να πραγματοποιείται, όταν ήρθα για σπουδές. Τα πρώτα χρόνια, οφείλω να το ομολογήσω, δεν ήταν τόσο ρόδινα όσο

το είχα φανταστεί. Η ζωή ήταν ακριβή κι οι γονείς μου με το πενιχρό εισόδημά τους , ύστερα από την υποτίμηση του βουλγαρικού νομίσματος, αδυνατούσαν να με ενισχύσουν οικονομικά. Αναγκάστηκα να δουλέψω σε πολλές και διάφορες εργασίες, για να μπορέσω να ολοκληρώσω τις σπουδές μου στην Νομική σχολή του Α.Π.Θ. Η μεγαλύτερη όμως δυσκολία που αντιμετώπισα και με έκανε να αισθανθώ πίκρα και οργή, ήταν ότι για κάποιους από τους Έλληνες δεν ήμουν Έλληνας αλλά Βούλγαρος. Πολλοί ήταν εκείνοι που με αντιμετώπισαν με καχυποψία και ρατσισμό και με έκαναν να αισθανθώ ξένος μες στην ίδια μου την πατρίδα.

Μπορεί οι δυσκολίες που αντιμετώπισα να ήταν πολλές, αλλά με πείσμα, υπομονή και επιμονή κατάφερα να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, να παντρευτώ και να δραστηριοποιηθώ επαγγελματικά, ασκώντας το επάγγελμα του δικηγόρου στην πόλη των Ιωαννίνων, στην οποία βρέθηκα μετά το γάμο μου με Γιαννιώτισσα. Ο πρώτος δικηγόρος στον οποίο απευθύνθηκα, προκειμένου να κάνω την άσκησή μου ήταν , βεβαίως, Σαρακατσάνος! Ο κ. Γεώργιος Τσουμάνης ήταν αυτός που με υποδέχτηκε θερμά και με σύστησε στον δικηγόρο κ. Δημήτρη Παπαγεωργίου, με τον οποίο σήμερα έχω την τιμή να συνεργάζομαι.

Η μοίρα τελικά ήταν αυτή που οδήγησε τα βήματα μου με τέτοιο τρόπο ,ώστε να βρεθώ να ζω μόνιμα στα μέρη απ’ όπου ξεκίνησαν το μακρύ τους ταξίδι οι πρόγονοί μου! Να βλέπω κάθε πρωί που ξυπνώ από το σπίτι μου τα βουνά της Πίνδου, για τα οποία είχα ακούσει τόσες ιστορίες και τραγούδια από τις γιαγιάδες μου!

Οι γονείς συνεχίζουν να ζουν μόνιμα στην Βουλγαρία. Έχουν πλέον συνταξιοδοτηθεί και οι δύο. Με επισκέπτονται πολύ συχνά κι είναι ιδιαίτερα χαρούμενοι που έμεινα στην Ελλάδα!

Ο αδελφός μου με την οικογένειά του ζει στην Σόφια, όπου εργάζεται ως Καρδιοχειρουργός στο Ιαπωνικό Ιδιωτικό Νοσοκομείο Tokuda Hospital.

Αισθάνομαι ευγνώμων στο Θεό που μετά από τόσα βάσανα και κακουχίες, τα αδέλφια μου, οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας, μπόρεσαν να επιβιώσουν και να προκόψουν! Αισθάνομαι υπερήφανος που κατάγομαι από αυτούς τους ανθρώπους! Αισθάνομαι ευλογημένος που απέκτησα την κόρη μου, την μικρή μου Άννα- Μαρία, που αδημονεί να φορέσει την στολή της γυναίκας-Σαρακατσάνας και να χορέψει στο Αντάμωμά μας στον Γυφτόκαμπο!

Αισθάνομαι, τέλος, ιδιαίτερα τυχερός που βρέθηκα σ’ έναν τόπο, όπου με υποδέχτηκαν με θέρμη και αγάπη, τα επίσης αδέλφια μου, οι Σαρακατσαναίοι της Αδελφότητας Σαρακατσάνων Ηπείρου! Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους σας κι ιδιαίτερα στον Πρόεδρο της Αδελφότητας τον κ. Κώστα Τάγκα, που με έφερε σε επαφή με τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου και μου έκανε την τιμή να φιλοξενήσει την μικρή μου αυτή αναδρομή στο χρόνο στο περιοδικό σας!

Νικόλαος Λαπατώνας

sarakatsanos1 

radio1

Untitled-21

 

Καιρός

Θεσσαλονίκη Αθήνα Περτούλι Κωνσταντινούπολη