flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Η ζωή στα Σαρακατσάνικα καλύβια του Κώστα Γαλλή

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Ο τελευταίος μεγάλος πόλεμος άλλαξε τα πάντα στην ανθρωπότητα και φυσικό ήταν να αλλάξει και τη ζωή στα σαρακατσάνικα καλύβια. Κάθε μεγάλος πόλεμος κάτι αλλάζει, κάτι καινούργιο φέρνει. Η εκστρατεία του Μ. Αλέξανδρου έφερε τους ελληνιστικούς χρόνους και μαζί την εξάπλωση των γραμμάτων και τεχνών του ελληνικού πολιτισμού, οι οποίοι με τη σειρά τους συνετέλεσαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση και εμπλουτισμό του Χριστιανισμού με τις αξίες του χρυσού αιώνος και τη διάδοσή του σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Και πάλι οι πόλεμοι στη δυτική Ευρώπη έφεραν την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, ο πρώτος παγκόσμιος τη βιομηχανική επανάσταση και ο τελευταίος τα άλλαξε όλα.
Αλλά ας έλθουμε στο θέμα μας που είναι η ζωή στα σαρακατσάνικα καλύβια, μια ζωή που τελείωσε με το τέλος του πολέμου. Από τη ζωή αυτή, την οποία έζησα στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω μερικές εικόνες, ελπίζοντας ότι κάτι ελάχιστο θα προσφέρω. Ως γνωστό οι σαρακατσαναίοι μέχρι την περίοδο αυτή ζούσαν νομαδικά ή ημινομαδικά. Τα καλύβια τους τα έφκιαναν σε στραγγερά και απάνεμα μέρη το ένα κοντά στο άλλο και ημικυκλικά, ώστε στο μέσο να μένει ένας χώρος για κοινή αυλή, κάπου δε σε μια άκρη αυτού του χώρου εναπόθεταν τα σκουπίδια τους. Και όταν λέμε σκουπίδια εννοούμε ό,τι απόμεινε από την καύση των ξύλων, δηλαδή τη στάχτη, η οποία με τη σειρά της χρησιμοποιούνταν για την Παρασκευή της αλυσίβας. Έβραζαν σε ένα καζάνι νερό, έριχναν μέσα στάχτη, η οποία κατακρημνίζει τα άλατα και το νερό αυτό ήταν κατάλληλο για πλύση. Το σαπούνι που κυκλοφορούσε τότε ήταν κάτι άσπρες πλάκες σε μέγεθος παραδοσιακού τούβλου ( χωρίς τρύπες), το οποίο δεν έβγαζε καθόλου αφρό, εκτός αν χρησιμοποιούσες σταχτόνερο.
Τα καλύβια ήταν κωνικά και συνήθως αποφασιστική συμμετοχή στην κατασκευή τους είχαν οι γυναίκες. Οι άνδρες έφερναν τα υλικά: λούρα, δηλαδή μακριές ξύλινες βέργες ( αλμάκια ) από οξιές , οι οποίες αφθονούσαν στα πυκνά και ανήλια μέρη του δάσους, σαλώματα ( συνήθως βρίζα) για σκεπή, λεπτότερες βέργες για ζωνάρια, οι οποίες στερέωναν το σάλωμα στο σκελετό και η κατασκευή άρχιζε και πριν ο ήλιος φύγει για το νυχτερινό λημέρι του, το καλύβι ήταν στημένο. Την άλλη μέρα θα ισιωπέδωναν το έδαφος, θα το παλάμιζαν με κοκκινόχωμα , καθώς και τα πλαγινά μέχρι περίπου ύψους ενός μέτρου, θα έφκιαναν ένα αυλάκι εξωτερικά για να διώχνει τα βρόχινα νερά και το σπιτικό έτοιμο. Απλά και πρακτικά πράγματα προσαρμοσμένα στις υπάρχουσες δυνατότητες, ώστε να καλύπτουν κατά το δυνατόν πληρέστερο τρόπο τις ανάγκες. Βέβαια δεν μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις με τα σημερινά σπίτια, δεν χωρεί καμία αντιπαραβολή.
Ας μπούμε μέσα να το δούμε και εσωτερικά, αφού βέβαια η νοικοκυρά έχει τελειώσει το στολισμό του. Στη μέση ακριβώς, κάτω από την κατσιούλα ( κορυφή ) θα δούμε τη βάτρα για τη φωτιά. Είναι ακριβώς στο μέσο για να διευκολύνεται η έξοδος του καπνού από τα ανοίγματα που βρίσκονται στα πλαγινά της κατακόρυφης κορυφής, ώστε και ο καπνός να φεύγει και η βροχή να μην μπαίνει μέσα. Δεξιά της εισόδου και σε ύψος ενάμιση μέτρου είναι η βάση του καντηλιού με τα εικονίσματα, κυρίαρχους δε Αγίους τους ΄Αι Γιώργη και ‘ Αι Δημήτρη , έπειτα βέβαια από το Χριστό και την Παναγιά. Κάθε βράδι άναβε το καντηλάκι στα εικονίσματα απαραιτήτως και είχε διπλό σκοπό: θυσία στα ιερά και όσια και φωτισμό του καλυβιού. Το λαδάκι μπορεί να μην περίσσευε για φαγητό, αλλά για το καντηλάκι και το φωτισμό του καλυβιού πάντοτε υπήρχε, δεν απόλειπε. Περιμετρικά στο καλύβι αναρτούσαν οι γυναίκες τα έργα τέχνης τους σε σχέδια κυρίως γεωμετρικά. Βέβαια οι λέξεις¨ έργα τέχνης ¨ ίσως ξενίζουν , αλλά δεν είναι υπερβολή, την πραγματικότητα αποτυπώνουν. Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά να κάθεσαι στον αργαλειό μια ολόκληρη μέρα, και μάλιστα καλοκαιρινή, και το βράδυ να μετράς την απόδοσή σου και να βλέπεις ότι δεν προχώρησες πάνω από μια σπιθαμή. Η ύφανση αυτή δεν γίνονταν με σαίτα, αλλά μετρώντας το στημόνι κλωστή - κλωστή και ύστερα περνώντας το υφάδι με το χέρι. Πολλή δύσκολη δουλειά που απαιτούσε μεγάλη υπομονή, προσήλωση και δεξιοτεχνία. Και όλα αυτά τα διέθεταν οι Σαρακατσάνε ς . Τα χειροτεχνήματα αυτά βέβαια σήμερα η σύγχρονη αντίληψη καλλωπισμού του σπιτιού τα έχει απορρίψει, δυστυχώς. Πάντως προσωπικά τα προσέχω ως κόρη οφθαλμού, ίσως γιατί γνωρίζω πόσος κόπος, υπομονή και θυσίες χρειάσθηκαν για να γίνουν. Η Πρακτική σήμερα είναι το άδειο σπίτι, μόνο τα άκρως απαραίτητα έπιπλα, απομιμήσεις έργων τέχνης κ.λ.π. κεντητά δε, υφαντά, σεμεδάκια κλπ δεν έχουν θέση! Βλέπετε η νοικοκυροσύνη σήμερα δεν είναι καν προσόν για μια σύγχρονη γυναίκα, έστω και αν δεν γνωρίζει να τηγανίζει δυο αυγά. Άλλες οι προτεραιότητες σήμερα και ίσως δικαίως 
Παραδίπλα από το καλύβι φκιάνανε ένα μικρότερο καλυβάκι, ένα είδος κουζίνας, όπου τοποθετούσαν και τον αργαλειό. Μπροστά από το καλύβι ήταν η βάτρα με το γάστρο, προστατευμένες από ξηρολιθιά και ένα στέγαστρο από λαμαρίνες για προστασία τόσο από τους αέρηδες όσο και τη βροχή. Δίπλα από το γάστρο η τρακάδα ( χώρος αποθήκευσης ) με τα ξύλα. Για τα ξύλα μεριμνούσαν κυρίως οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες γυρνώντας στο καλύβι τους πάντοτε θα είχαν περασμένα στην κλίτσα ένα δεμάτι ξύλα και , αν τύχαινε και δεν είχαν σχοινί για το δέσιμο του δεματιού, έβγαζαν τη ζώνη από το παντελόνι. Σύνηθες το θέαμα. Κάποτε δύο σύντροφοι ( να διευκρινίσω ότι η λέξη σύντροφος χρησιμοποιούνταν ευρέως από του Σαρακατσαναίους και δεν έχει σχέση με την έννοια την σημερινή) , έτσι λεγόταν δύο βοσκοί που φύλαγαν το ίδιο κοπάδι, αφού έβαλαν το κοπάδι στο γραίκι , αποφάσισαν να πάνε να κλέψουν πατάτες. Πάνε, γεμίζουν τους τρουβάδες τους και ξεκινάνε να φύγουν. Βλέποντας στη συνέχεια ότι ήταν ευκαιρία για κάτι περισσότερο, μια που ήταν νύχτα και κίνδυνος να τους ανακαλύψουν ελάχιστος, τι κάνουν οι αθεόφοβοι: Βγάζουν τα μπουραζάνια τους, σφίγγουν καλά τη βρακοζώνα ώστε να κλείσει παντελώς, και τα γεμίζουν με πατάτες και από δω πάνε και οι άλλοι, που λέει ο λόγος.
Ας πάμε τώρα σε ένα μαντρί ή μια μάντρα. Βασικό υλικό κατασκευής ενός μαντριού ήταν η λισιά, δηλαδή ένα πλέγμα κλαδιών και χόρτων διαστάσεων συνήθως δύο μέτρων επί δύο. Άπλωναν κατά γης δύο σειρές βέργες σε απόσταση ενός μέτρου, τοποθετούσαν μια λεπτή σειρά από παλιούρια ή και πουρνάρια, στη συνέχεια έβαζαν ένα παχύ στρώμα από βάλτο ή καλάμια, πάλι βέργες ή καλάμια, τις έδεναν σφιχτά με σύρμα και η λισιά ήταν έτοιμη. Λισιά χρησιμοποιούσαν και για το κλείσιμο του καλυβιού. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο τα μαντριά ήταν συναρμολογούμενα από λισιές και μπορούσαν να αλλάξουν θέση αν το μαντρί λάσπωνε ή γέμιζε από κοπριές . Παλιότερα, πριν αρχίσει η κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων ( μάντρες ) , οι λισιές με κάποια επιμήκυνση ως προς το ύψος χρησιμοποιούνταν και ως στέγαστρο. Διαλέγανε ένα μέρος απάγκιο ( να μην το πιάνει ο βοριάς ), αρκετά επικλινές, στήνανε τις λισιές με μικρή κλίση ως προς το έδαφος και σχηματίζονταν ένας χώρος προστατευμένος από τη βροχή, κάτω από τον οποίο έβρισκαν καταφύγιο τα πρόβατα με τα αρνάκια τους. Η εικόνα αυτή δεν εξέλιπε ακόμη και σήμερα και ιδίως για τα γίδια. 
Η Παραπάνω εικόνα άλλαξε ως προς τα χειμαδιά και ιδιαίτερα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, κυρίως κατά τη δεκαετία του ΄30, με την απόκτηση ιδιόκτητων λιβαδιών από τα τσελιγκάτα. Τα καλύβια αντικαταστάθηκαν από σπίτια και τα πρόχειρα μαντριά από μόνιμες μάντρες.
Οι οικογένειες, τουλάχιστον του τσέλιγκα και των σμικτών, έφκιασαν σπίτια και μάλιστα συναγωνίσιμα με αυτά των μόνιμων κατοίκων και κάπως, θα έλεγα, καλλίτερα και μάλιστα τα έφκιαναν στα λιβάδια τους και σε θέση αγναντερή. Έδιδαν ιδιαίτερη σημασία στην προβολή, μια που τους χαρακτήριζε και κάποια υπερηφάνεια πιθανόν πέραν του μέτρου, χαρακτηριστικό των κλειστών κοινωνιών.
Ως προς τα μαντριά και εδώ οι πρόχειρες εγκαταστάσεις αντικαταστάθηκαν από μεγάλες μόνιμες μάντρες και αποθήκες. Κάθε μάντρα χωρούσε μέχρι και χίλια ή και περισσότερα πρόβατα. Ήταν στενόμακρες ( π.χ. 10χ30 ή 40 ή. .) , πετρόκτιστες, χαμηλές και λαμαρινοσκεπείς , στην άκρη δε, συνήθως, προβλέπονταν και ένα κατάλυμα για τους τσοπαναραίους, αν και τις περισσότερες φορές κοιμούνταν στα σπίτια τους.
Κάπως έτσι άλλαξε ριζικά η ποιότητα της ζωής τους, έγινε ανθρωπινότερη, ανακατώθηκαν με τους μόνιμους κάτοικους των χωριών, συμπεθέριασαν, έδωσαν – πήραν και έπαψαν να είναι οι παρίες. Ωστόσο τα σπίτια τα είχαν στα λιβάδια τους, αν δε τύχαινε το λιβάδι να είναι κοντά στο χωριό, τότε και τα σπίτια τους ήταν κοντά, αλλά ξέχωρα.
Οι φυλές των Ελλήνων συγχωνεύτηκαν, επήλθε αυτό που λένε < ώσμωση> , έχασαν την αυθεντικότητα, όλοι γίναμε ένας αχταρμάς, που σιγά – σιγά θα ξεχαστούν και οι ρίζες. Τουλάχιστον ας διατηρήσουμε την ντοπιολαλιά: Οι Καραγκούνηδες τα καραγκούνικα, οι Σαρακατσαναίοι τα σαρακατσάνικα, οι Κρητικοί τα κρητικά κ.λπ, κ.λπ . Και προς αυτή την κατεύθυνση κρίνω ότι πρέπει να κατατείνουν οι προσπάθειές μας Είναι ωραίο στα ανταμώματα, στις συναναστροφές, ακόμη και στο γραπτό λόγο να χρησιμοποιούμε την ντοπιολαλιά μας μας. Αυτό δεν μας μειώνει, μας τιμά και τυχόν στραβομουτσινιάσματα άσχετων παρισταμένων να τα αντιπαρέρχεστε, η περιφρόνηση τους αξίζει. Στη ζωή μου αντιμετώπισα παρόμοιες περιπτώσεις και ομολογώ δεν ένιωσα καθόλου άβολα. Εξ άλλου τα σαρακατσάνικα καθαρές ελληνικές ρίζες έχουν, όπως και τα άλλα γλωσσικά ιδιώματα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων.
Αλλά ας επανέλθουμε στο κυρίως θέμα μας, όχι ότι το γλωσσικό είναι δευτερεύον, κάθε άλλο, αλλά περί αυτού άλλοι ειδικοί
Με την κατασκευή μόνιμων εγκαταστάσεων στα χειμαδιά ( σπίτια και μάντρες) βελτιώθηκε κατακόρυφα και η ζωή τους για ευνόητους λόγους και ιδιαίτερα για τις Σαρακατσάνες . Ξέφυγαν από τις συνεχείς περιπλανήσεις, τις σκληρές κακουχίες, τις συνεχείς προστριβές, απόκτησαν ένα κεραμίδι να βάλουν το κεφάλι τους και το κυριότερο μια σιγουριά, μια ασφάλεια. Μεγάλο σαράκι η ανασφάλεια, δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει. Ωστόσο τα καλοκαιριά πάλι δεν ήταν μόνιμα. Αλλά τα καλοκαίρια για τους Σαρακατσάνους ήταν ένα συνεχές γλέντι. Τα πρόβατα δεν ήθελαν ιδιαίτερες φροντίδες, δεν ήθελαν μαντριά, δεν ήθελαν τροφές. Μια στρούγκα χρειαζότανε και ένα άρμεγμα. Τις υπόλοιπες ώρες τραγούδι, γλέντι, παντρολογήματα και προπαντός ξενοιασιά, εκτός βέβαια από τις δουλειές στα καλύβια που ήταν αντιμετωπίσιμες. Μάλιστα την εποχή αναχώρησης για τα βουνά την περίμεναν με περισσή λαχτάρα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά . Τότε η ζωή στους κάμπους ήταν δύσκολη, μάτι δεν μπορούσες να κλείσεις τα βράδια από το Μάη και μετά. Τα κουνούπια, οι ψύλλοι, οι αρρώστιες που φέρνουν τα ενοχλητικά αυτά έντομα, καθιστούσαν τη ζωή αφόρητη. Θυμάμαι με τη λαχτάρα φεύγαμε για τα βουνά και ας ζούσαμε σε καλύβι, όλα τα βλέπαμε ωραία, ειδυλλιακά .
Το κακό με το καλοκαίρι είναι ότι τελειώνει γρήγορα, όπως όλα τα καλά στη ζωή, είναι ωστόσο σημαδιακό: Καλό καλοκαίρι ευχόμαστε, ή καλό χειμώνα. Ξεχνούμε την άνοιξη και το χινόπωρο, όπως το έλεγαν οι Σαρακατσαναίοι , αν και οι εποχές αυτές θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν «εποχές του μέτρου». Όλα στις εποχές αυτές είναι χωρίς υπερβολές, γλυκά, όμορφα, με τη διαφορά ότι η άνοιξη φέρνει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο το χειμώνα.
Με τον ερχομό του χινόπωρου τελείωνε και η ξενοιασιά του καλοκαιριού. Το χινόπωρο άρχιζε η κάθοδος προς τα χειμαδιά , μια δύσκολη περίοδο για τους τσοπαναραίους, αλλά περί αυτού σε άλλο σημείωμα.