flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Χινόπωρο του Κωνσταντίνου Γαλλή

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Η περίοδος αυτή του χρόνου ( μιλάμε για τα χρόνια μέχρι λίγο μετά το μεγάλο πόλεμο, τότε που η κτηνοτροφία ήταν ακόμη νομαδική ) είναι η δυσκολότερη για τους τσοπαναραίους και κάτι περισσότερο για τους Σαρακατσάνους, οι οποίοι ήταν αναγκασμένοι να μένουν με τα πρόβατά τους στα βουνά, ενώ οι οικογένειες είχαν φύγει για τα χειμαδιά. Ο λόγος της παραμονής τους στα βουνά και στα χαμηλώματα είχε να κάνει με την επιβράδυνση της έλευσης των προβάτων στα χειμαδιά μέχρι πριν λίγο από τη γέννα , ώστε να δοθεί χρόνος τόσο στα λιβάδια να χορταριάσουν καλλίτερα, αλλά να κάνουν και οικονομία στα χορτάρια για τους μήνες του χειμώνα. Σκεφθείτε ότι οι τσοπαναραίοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν επί σαράντα μέρες περίπου χωρίς οικογένεια και συνεχώς, μέρα και νύχτα, κοντά στα πρόβατα. Τους έτρωγε η ξεροφαγιά, η απλυσιά, μακριά από την οικογένεια. Όλα τα υπάρχοντά ( κάπες, ψωμί, τραχανάς, καμιά αλλαξιά, δηλαδή μάλλινη πλεκτή χοντρή φανέλα , σώβρακο μακρύ μάλλινο πλεκτό, άλλα προσφάγια κλπ κατά την μετακίνηση προς τα χειμαδιά τα φόρτωναν στο γάιδαρο. Το υπάκουο αυτό ζώο δένονταν με το κοπάδι, βόσκαγε μαζί του και το ακολουθούσε παντού. Αν και συνήθως το κοπάδι ακολουθούσε το γαϊδουράκι και όχι αντίστροφα. Βλέπετε το χαρισματικό αυτό ζώο έχει ηγετικές ικανότητες. Είδες καραβάνι να διασχίζει αργόσυρτα και σταθερά την έρημο, μπροστά του θα πηγαίνει ένα γαϊδούρι! Ακόμη και το ποιο έξυπνο από τα ζωντανά επί γης, το άλογο, υποτάσσεται στη <σοφία> του γαϊδάρου. Πάρε ένα γάιδαρο και απομάκρυνέ τον από τον τόπο του όσο μακριά μπορείς και μάλιστα νυκτερινές ώρες και άφησέ τον εκεί ελεύθερο, θα γυρίσει στο χωριό πριν από σένα. Και όλα αυτά για το συμπαθέστατο αυτό ζώο χωρίς καμία δόση υπερβολής. Ωστόσο έχει και ένα <κουσούρι>, είναι ερωτιάρης. Είδε γαϊδούρα και είναι νταβραντισμένος, θα της επιτεθεί και θα τη βιάσει, έστω και αν είναι φορτωμένος. Δύσκολο να το συγκρατήσεις. Βλέπετε δεν γνωρίζει ότι ο βιασμός είναι αδίκημα και τιμωρείται αυστηρά από το νόμο, αυτός πιστεύει ‘ότι εκείνη τη στιγμή επιτελεί το ύψιστο καθήκον του της διαιώνισης του είδους του. Και η ταλαιπωρία συνεχίζονταν μέχρι που έφθαναν στα χειμαδιά, στις οικογένειές τους. Με το που έφθαναν στο καλύβι, η πρώτη δουλειά ήταν να βγάλουν όλα τα ρούχα τους έξω από το καλύβι και η νοικοκυρά με ένα ξύλο(το λέγανε ξυθάλι διότι με αυτό ανακάτωναν τη φωτιά) τα έριχνε στο καζάνι όπου έβραζε νερό για να ψοφήσουν οι ψείρες, οι οποίες αποτελούσαν μάστιγα για όλους, ακόμη και για τους κατοίκους των πόλεων. 
Δύσκολη η ζωή των τσοπάνηδων στο χινοπωριό, ίσως η ποιο δύσκολη της κτηνοτροφικής ζωής τους.
Ας παρακολουθήσουμε κάποια κοπάδια στην κάθοδό τους προς τα χειμαδιά. Και επειδή δεν έχω προσωπική εμπειρία, θα σας μεταφέρω ένα διάλογο του μπάρμπα μου Βασίλη Χαμορούσο, επικεφαλής των κοπαδιών μαζί με τον μεγάλο μου αδερφό Αθανάσιο -Νάσιο-Γαλλή, με τον τσέλιγκα. Ο Βασίλης Χαμορούσος, σύγαμπρος του πατέρα μου και κουνιάδοι αμφότεροι του τσέλιγκα, ήταν ένας πολύ πράος άνθρωπος, εργατικός στο έπακρο, πολέμησε στον πόλεμο της Μικράς Ασίας επί επτά ολόκληρα χρόνια ως εύζωνας και του άρεσε πολύ το διάβασμα. Διάβαζε ο,τι έβρισκε, μάλιστα όποιος και αν πήγαινε στο παζάρι, δεν ξεχνούσε να φέρει μια εφημερίδα στο μπάρμπα Βασίλη. Και αυτός συνήθως ήταν ο μπάρμπας μου ο τσέλιγκας, ο Γιώργος Γκαρέλης. Συνήθης η φράση: 
Έφερες εφημερίδα, Γιώργο;
Έφερα, Βασίλη. Αν τυχόν και ξεχνούσε, αλλίμονο , είχε να ακούσει! Χρησιμοποιούσε συχνά τη φράση: κ ΄δούνι ξεγλώσσιαστο , δηλαδή κουδούνι χωρίς γλώσσα, οπότε ήταν αδύνατη η παραγωγή ήχου. Και ο χαρακτηρισμός αυτός αφορούσε συνήθως όποιον ξεχνούσε.
Αλλά ας επανέλθουμε στο θέμα μας, δηλαδή την κάθοδο των κοπαδιών από το Βίτσι προς τα χειμαδιά στη Θεσσαλία.
Έφυγαν από το Βίτσι αρχές Οκτωβρίου και έφθασαν στα χειμαδιά αρχές Νοεμβρίου, πάνω κάτω ένα μήνα.
Είμαστε στο 1946, τελευταία χρονιά ανόδου των τσελιγκάτων στα βουνά, που έμελλε λίγο πολύ να είναι και η τελευταία.
Ο « εμφύλιος πόλεμος» είχε αρχίσει ουσιαστικά από το 1943, διαρκούσης της γερμανικής κατοχής, Στα βουνά κυριαρχούσαν οι αντάρτες, ασφάλεια δεν υπήρχε και ο φόβος διάχυτος. Το δικό μας τσελιγκάτο κατέφυγε στο Βίτσι αντί του Βερμίου ως άγνωστο και αυτό φαίνεται έπιασε. Μάλιστα μερικοί άλλαξαν και τα ονόματά τους. Ο μπάρμπας μου Κώστας Γαλλής έγινε Σπύρος Ψυχογιός πχ .
Κατέβηκαν τα κοπάδια προς τον κάμπο της Φλώρινας μαζί με το βαλμαλίκι ( περίπου 25-30 άλογα με τα σαμάρια τους) τα οποία ήταν σκεπασμένα με τραγομαλίσια σκεπάσματα για να προστατεύονται από τις βροχές και το κρύο, σε αντίθεση με τις οικογένειες που επέστρεψαν στα χειμαδιά μέσω Θεσσαλονίκης – Βόλου με φορτηγό πλοίο, 
Από τη Φλώρινα όλο αυτό το τσούρμο των κοπαδιών και αλογομούλαρων ακολούθησαν πορεία προς την Κοζάνη. Κάπου σε ένα χωριό πριν την Κοζάνη αντιμετωπίζουν και το πρώτο εμπόδιο. Βγαίνουν μερικοί χωρικοί μπροστά και τους φράζουν το δρόμο.
- Τα λιβάδια είναι για τα δικά μας ζώα, δεν θα περάσετε, γυρίστε πίσω.
- Ο μπάρμπα Βασίλης πράος και ψύχραιμος: Πατριώτες μου, εμείς τα κοπάδια από το δρόμο θα τα περάσουμε. Θα τα μαυλίσουμε το ένα κοπάδι πίσω από το άλλο, δεν θα ξεμακρύνουν. Συγχρόνως κάνει νόημα στο σύντροφό του να τάξει το κάτι τις στον Αγροφύλακα και στον επικεφαλής.
- Βγαίνει μπροστά ο αγροφύλακας και απευθυνόμενος προς τους χωριανούς του, λέγει: Χωριανοί δεν έχουμε δικαίωμα να τους απαγορεύσουμε το πέρασμα. Το είπε και ο Αγρονόμος. Ε! αφού το λέγει και ο αγρονόμος ας περάσουν!
- Και ο μπάρμπα Βασίλης προς όλους, σας ευχαριστώ.
Αυτό το κάτι τις που έδωσαν χρεώθηκε στο λογαριασμό «μουσαφιρλίκια». Ειδικός λογαριασμός των τσελιγκάτων στον οποίο χρεώνονταν τα φιλοδωρήματα, κάτι σαν τα σημερινά «δώρα» των μεγάλων εταιριών με τα οποία εξαγοράζονται οι συνειδήσεις των ευεπίφορων πολιτικών μας, ευτυχώς ολίγων.
Το άλλο «εμπόδιο» ήταν από τα καλά. Πλησίαζε να νυχτώσει, όταν τους σταματάει ένας βρακοφόρος παππούς.
Μωρέ παιδιά, δεν φέρνεται τα κοπάδια σας στα χωράφια μου να κάνετε γραίκι ;
Και πού είναι τα χωράφια σου; Ο μπάρμπα Βασίλης.
Να εκεί πέρα.
Ε! να ρθούμε, άλλο που δεν ήθελαν. Και πήγαν.
Σε λίγο καταφθάνει ο παππούς με έναν τρουβά πατάτες και περίπου δύο οκάδες φασόλια.
Να για το καλό που θα μου κάνετε πάρτε και αυτά τα δώρα . Και δίνει φασόλια και πατάτες.
Δε μου λες παππού, ο μπάρμπα Βασίλης βλέποντας ότι είχε καλό χορτάρι, μπορούμε να μείνουμε καμιά βραδιά ακόμη;
Άλλο που δεν ήθελε ο παππούς, και βέβαια να μείνετε.
Και τώρα να εξηγήσω γιατί ο παππούς επιζητούσε να κοιμηθούν τα κοπάδια στα χωράφια του:
Τα πρόβατα ως μηρυκαστικά ζώα την ημέρα συλλέγουν την τροφή τους και αμάσητη την αποθηκεύουν στη μεγάλη κοιλία. Το βράδυ που ησυχάζουν αρχίζει ο μηρυκασμός. Αναμασούν την τροφή και μέσω του σύνθετου στομαχιού τους ( κεκρύφαλος, εχίνος, ήνυστρο) και του λεπτού εντέρου αποβάλλεται ο,τι δεν είναι χρήσιμο. Για το λόγο αυτό η εικόνα που παρουσιάζει ένα γραίκι το πρωί που γεύγουν τα πρόβατα είναι : κάθε γιατάκι και ένας σωρός από βουνιές και μια μεγάλη κηλίδα από άφθονα ούρα, δηλαδή η καλλίτερη λίπανση των χωραφιών. Και οι καλοί γεωργοί, όπως ο βρακοφόρος παππούς, το γνωρίζουν πολύ καλά. Και να σημειώσω εδώ ο καλός ξωμάχος αμέσως θα σπεύσει να οργώσει το χωράφι του ώστε να ενσωματωθούν τα ούρα και οι βουνιές στο έδαφος.
Το επόμενο εμπόδιο το γνώριζαν καλά, ήταν το πέρασμα του Αλιάκμονα. Οι Γερμανοί φεύγοντας ανατίναξαν τη γέφυρα. Αυτός ο λαός με τα τόσα χαρίσματα και προτερήματα ως κατακτητής τον όλεθρο σκορπάει.
Ευτυχώς ο Αλιάκμονας δεν ήταν «κατεβασμένος» και το πέρασμα ήταν σχετικά εύκολο.
Το άλλο εμπόδιο τους περίμενε στον ορεινό όγκο από τα Σέρβια προς το Σαραντάπορο. Τα Χάσια ήταν γεμάτα αντάρτες, οι οποίοι στάθηκαν φιλικοί απέναντί τους και ξεμπέρδεψαν λίγα σφαχτά. Δεν ήταν όμως φιλικοί μαζί τους οι κάτοικοι του χωριού Λαβανίτσα ( παλιό όνομα ). Εκ συστήματος κλέφτες αυτοί οι άνθρωποι, είχαν ανορύξει βαθιούς λάκκους στα περάσματα των προβάτων, τα οποία είχαν σκεπάσει πρόχειρα με χόρτα, οπότε τα αγαθά πρόβατα πήγαιναν να φάνε τα χόρτα και έπεφταν μέσα. Εκεί άφησαν σημαντικό φόρο, έχασαν καμιά δεκαπενταριά. 
Από το Σαραντάπορο μέχρι την Ελασσόνα και εκείθεν μέχρι το χωριό Μυλόγουστα, όπου έπρεπε να περάσουν τον Ελασονίτη ποταμό, τα πράγματα κύλησαν ομαλά. Αλλά το ποτάμι ήταν κατεβασμένο και η διάβασή του αδύνατη. Περίμεναν δύο ημέρες, πέρασαν το ποτάμι και μέσω Ελευθεροχωρίου – Γριζάνου – Τσιοτίου έφθασαν στις γέφυρες της Σαλαμπριάς(Πηνειού), οι οποίες ευτυχώς δεν είχαν καταστραφεί.
Τέλος την άλλη μέρα αράξανε στον Πέτρινο όπου τους περιμέναμε πως και πως. Αγκαλιές, φιλιά και ο μπάρμπα Βασίλης περιχαρής να διηγείται τα συμβάντα. Αιωνία η μνήμη του καθώς και όλων όσων έφεραν σε αίσιο τέλος το δύσκολο αυτό εγχείρημα.