flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Ποτέ μην ξύνεσαι στην κλίτσα του τσιομπάνου, του Κώστα Γαλλή

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Αγκλίτσα ή γκλίτσα, για τους Σαρακατσαναίους κλίτσα Ποτέ μην ξύνεσαι στην κλίτσα του τσιομπάνου , μπορεί να τη δοκιμάσεις στην πλάτη σου και θα είναι μια κακή εμπειρία. Η κλίτσα είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητη στη φύλαξη των προβάτων( βέβαια αναφέρομαι για αλλοτινές εποχές ). Είναι εργαλείο καθημερινής δουλειάς, μέσο αμύνης στις επιθέσεις των σκυλιών, ενίοτε δε χρησιμοποιείται και στην επιβολή της τάξης κατά δυστροπούντων . Κρατάς κλίτσα στα χέρια σου, γίνεσαι αποδεκτός, κρατάς μπαστούνι, χαρτογιακά θα σε πούνε. Ο Σαρακατσάνος άλλη κλίτσα έχει στη φύλαξη των προβάτων, άλλη στη γέννα και άλλη όταν βγαίνει στο παζάρι. Η πρώτη είναι κατά τι χαμηλότερη από το ύψος του και αρκετά ανθεκτική, βλέπετε χρησιμοποιείται και ως μέσο άμυνας. Η δεύτερη, αυτή της γέννας, είναι αρκετά ψηλότερη από το ανάστημά του, ώστε να μπορεί να πιάσει μια προβατίνα από απόσταση μερικών μέτρων. Η Τρίτη είναι η παζαρίσια, κοντή ώστε να κρεμιέται στο τσεπάκι του σακακιού και αρκετά επιμελημένη . Το 1950, χρονιά επιστροφής των Σαρακατσαναίων στα βουνά, ύστερα από τρία χρόνια παραμονής στα χειμαδιά λόγω του εμφύλιου πολέμου, ο μπάρμπας μου ο τσέλιγκας, ο αείμνηστος Γιώργος Γκαρέλης, σε απόλυτη συμφωνία με τον αείμνηστο πατέρα μου, Μήτσιο Γαλλή, διάλεξαν ως καλοκαιριό τον ανατολικό Όλυμπο και μάλιστα το ψηλότερο χωριό, την Καρυά. Η Καρυά απέχει από την Ελασσόνα δυο μέρες στράτα με τα πόδια και τα ζώα φορτωμένα. Ξεκινήσαμε καραβάνι από τα Αρατοσίβια, ένα χωριό νότια της Ελασσόνας, ανεβήκαμε τα υψώματ πάνω από την Ελασσόνα με κατεύθυνση ανατολική βορειοανατολική ακολουθώντας ένα κακοτράχαλο μονοπάτι και κάναμε κονάκι κάτω από την Ντάβα, μια απότομη και συμπαγή κορυφή από συνεχόμενο βράχο. Την άλλη μέρα νωρίς πάλι ακολουθώντας ένα δύσβατο μονοπάτι αρκετά δύσκολο , το μεσημέρι φθάσαμε στην Καρυά. Οι κάτοικοι μόλις είχαν επαναπατρισθεί από την υποχρεωτική εκκένωση κατά τη διάρκεια του εμφύλιου και προσπαθούσαν να μαζέψουν τα υπάρχοντά τους και κύριο χαρακτηριστικό η απόλυτη φτώχεια, όχι βέβαια ότι εμείς είμασταν σε καλύτερη μοίρα, αλλά να είχαμε γάλα, τυρί και τραχανά. Νοικιάσαμε στις ανατολικές παρυφές του χωριού κάτι σπίτια, δηλαδή τέσσερα ντουβάρια με υποτυπώδη χωρίσματα και τα περισσότερα τζάμια σπασμένα. Ωστόσο ήταν η πρώτη χρονιά στα βουνά που δεν κάναμε καλύβια. Συμμαζέψαμε τα ασυμμάζευτα που λένε, βάλαμε μια τάξη και ξεκινήσαμε μια νέα ζωή, μια ζωή που την στερηθήκαμε τρία τόσα χρόνια μέσα στο λιοπύρι, στα κουνούπια, στις θερμασιές ( ελονοσία ). Νιώθαμε ευτυχισμένοι. Και ξέρετε στην ευτυχία δεν μετρούνε τα υλικά αγαθά, η ψυχική διάθεση μετράει πάνω απ΄όλα και σε μας η ψυχική διάθεση περίσσευε. Αγόρασε ο πατέρας και ένα γραμμόφωνο με δίσκους 45 στροφών και ο χορός γαϊτάνι. Και δεν ήμασταν μόνοι. Στους χορούς είχαμε , πέρα από τα ξαδέρφια του τσελιγκάτου και συμμετοχές από γείτονες. Δεν αφήναμε ευκαιρία να μην την αξιοποιήσουμε. γιορτάζαμε τη λευτεριά μας. Τι τα θέλετε ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα ψηλά και περήφανα βουνά μας, δεν γίνεται να τους υποχρεώσεις να μείνουν στον κάμπο, είναι άδικο, τους φυλακίζεις. Και τη χρονιά εκείνη στην Καρυά του ανατολικού Ολύμπου, βγάλαμε τα σπασμένα τριών χρόνων. Αλλά όπως όλα τα καλά στη ζωή λίγο κρατούν, το καλοκαίρι έφθανε στο τέλος του και άρχισαν οι προετοιμασίες για την κάθοδο στα χειμαδιά. Ανάμεσα στις προετοιμασίες ο πατέρας μου συμπεριέλαβα και το κόψιμο κλιτσόξυλων, μια που η περιοχή φημίζονταν για τις άφθονες, υψίκορμες και ευθυτενείς κρανιές. Φαίνεται ότι οι Μακεδόνες τις σάρισες και ( κρανίσιες ήταν )από την περιοχή αυτή τις προμηθεύονταν. Ξεκινήσαμε πρωί με κατεύθυνση ανατολική, εκεί που τώρα διέρχεται ο δρόμος Λεπτοκαρυά Πιερίας Ελασσόνα. Ακολουθήσαμε τη βορεινή πλευρά του ρέματος και κατεβήκαμε χαμηλά . Βρήκαμε αρκετές, διαλέξαμε καμιά δεκαριά και πήραμε το δρόμο του γυρισμού από άλλο μονοπάτι προκειμένου να επισκεφθούμε και ένα εγκαταλειμμένο Μοναστήρι. Μετανιώσαμε πικρά σαν φθάσαμε αλλά ήταν αργά. Η στέγη καταστραμμένη, τα παράθυρα και οι πόρτες σπασμένες και το άκρως αποτρόπαιο και ασυγχώρητο για ανθρώπινη κοινωνία, το δάπεδο γεμάτο από ανθρώπινα κορμιά, φρίκη, εικόνες που δεν μπορώ να ξεχάσω.. Πάμε να φύγουμε, παιδί μου, ο πατέρας μου και με τραβάει από το χέρι απότομα. Δεν ήθελε ο μακαρίτης να δω το φρικιαστικό θέαμα, αλλά, δυστυχώς, είδα τα πάντα . Οι άνθρωποι αυτοί, αιωνία η μνήμη τους, πετάχτηκαν εκεί με τα ρούχα τους ο ένας πάνω στον άλλο. Απομακρυνθήκαμε σχεδόν τρέχοντας και κατά το απόγευμα φθάσαμε στο χωριό με την τρομάρα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας. Η μακαρίτισσα η Μάνα μου αντιλήφθηκε την κατάσταση αμέσως, όταν δε άκουσε και το τι είδαμε, άρχισε να μαλώνει τον πατέρα μου. Και πήρες και το παιδί μαζί σου ! Ο μακαρίτης ήθελε παρέα και μάλλον τον κατείχε και ένας αδιόρατος φόβος. Την άλλη ημέρα ακολουθήσαμε πορεία προς τον Όλυμπο, έπρεπε να κόψουμε και κατάλληλα ξύλα για τις κλίτσες. Βλέπετε η κλίτσα αποτελείται από δύο μέρη, το κλιτσόξυλο και την κλίτσα. Και κατάλληλο ξύλο είναι κυρίως το πιξάρι, το ξύλο του οποίου είναι το καλλίτερο. Είναι πολύ γερό και έχει έντονο κίτρινο χρώμα. Το πιξάρι είναι ένας αείφυλλος θάμνος και χρησιμοποιείται και ως καλλωπιστικό λόγω των σαρκοδών και ωραίων φύλλων του. Ανεβήκαμε μέχρι που φθάσαμε σε ένα μικρό υψίπεδο αρκετά χωματερό, στο οποίο αφθονούσαν τα πιξάρια.

Καψαλίσαμε τα κλιτσόξυλα προκειμένου να ισιάσουν, διάλεξε το καλλίτερο ο πατέρας μου, ένα ίσαμε τρία μέτρα , έβαλε και την κλίτσα και μου το έδωσε: Τράβα το στον μπάρμπα σου το Γιώργο, δηλαδή τον τσέλιγκα. Του το πηγαίνω, το βλέπει ξαφνιασμένος και περιχαρής λέγει: Αυτή είναι κλίτσα για το γέννο. Να ΄σαι καλά Γαλίτσα και συ και ο πατέρας σου. Και η θεια μου Φταξία ( Ευταξία) με κερνάει ένα λουκούμι, το καλλίτερο γλυκό της εποχής. Την κλίτσα αυτή ο μπάρμπας μου την είχε μέχρι που πούλησε τα κοπάδια του. Κάπου προς το τέλος της δεκαετίας του ΄60. Το καλοκαίρι του 1950 ήταν το τελευταίο της συμμετοχής μας στο τσελιγκάτο του μπάρμπα Γιώργου Γκαρέλη. Τη χρονιά αυτή χωρίσαμε και το κτήμα και μάλιστα η μοιρασιά έγινε με το μάτι, χονδρικά, που όμως ήταν μοιρασιά αποδεκτή για πάντα . Κουνιάδος και γαμπρός χώρισαν αγαπημένοι και έμειναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους, ο θάνατος τους χώρισε. Άλλες εποχές, άλλα ήθη , συμβόλαιο ο λόγος. Κάπου εκεί άρχισε και η αντίστροφη μέτρηση για τα τσελιγκάτα.

Genika Arthra pote min xynese stin klitsa tou tsiompani ph01