|
Πήγα μια μέρα να δώ τον μπάρμπαμ τον Μήτσο, δε παραμπόργει. Έβρεχε και κάθονταν όξω και τίραγε μια από δω, μία από κεί.
«Τι κάνς ρε μπάρμπα όξω μες στ΄βρουχή;» τα΄λέου.
«Άκσα στου ράδιο τον καιρό που έλεγε πως θα βρέξ και θα ριξ, είπι, και κάτ γίδις.»(καταιγίδες)
Τη βρουχή τ΄βλέπω αυτές τσ΄μαγκούφες τα΄γίδες που στου διάοιλου θα τα΄ρίξ;.
Και τι λουιές θα νάναι, τίπουτα λέσεις.
Που θα τα΄ρίξ ρε μπάρμπα; τα΄λέω κι γώ.
Σε κάνα ξέλακο, στ΄φτερόλακα, που αλλού, η στ΄μαρκαίκ η στ΄κτσουμπαίικ, εκεί έχ άπλα.
Καλά λές. Λέει ο μπάρμπας.
Τράβα μέσα τώρα και θα πάω ιγώ να τηράξου μόλις σταματήσει η βρουχή, τούπα.
Τι να κάμου κι γώ πήγα αγόρασα μια γίδα στον χασάπ και του έδοκα ένα κομμάτ.
Δε ματα ρίχν γίδες. Τούπα. Από δώ και πέρα θα ρίχν πρατίνες.