flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ

nikos makris
 Του Νίκου Μακρή

Οι Σαρακατσαναίοι είναι ένα αρχαιοελληνικό ποιμενικό φύλο, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ακαρνάνων και Ηπειρωτών ποιμένων, καθαρά ελληνόφωνο και χωρίς επιμειξίες μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, που εξασκούσε από αμνημονεύτων χρόνων το κτηνοτροφικό επάγγελμα της προβατοτροφίας σε νομαδική μορφή. Δεν είχαν ούτε δικό τους χωριό ούτε μόνικη κατοικία. Ζούσαν το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμαδιά με τα κοπάδια τους, οργανωμένοι πάντα με μεγαλοπρεπή πειθαρχία σε τσελιγκάτα. Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Σαρακατσάνοι σιγά σιγά εγκαταλείπουν το νομαδισμό και εντάσσονται σταδιακά σε όλα τα επαγγέλματα της ελληνικής και βουλγάρικης κοινωνίας. Οι Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν στα χωριά και στις πόλεις και μετέρχονται όλα τα αγροτικά και αστικά επαγγέλματα.
Οι Σαρακατσάνοι σε όλη τους τη ζωη, πάλευαν να επιβιώσουν και με τους ανθρώπους και με τα στοιχεία της φύσης. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα των δεινοπαθημάτων των ποιμένων νομάδων Σαρακατσάνων μέσα σε ένα άγριο και εχθρικό πολλές φορές περιβάλλον. Πόσοι δεν έχασαν τα πρόβατά τους και από τσελιγκάδες γίνανε τσομπαναραίοι!!!
Όλοι οι Σαρακατσάνοι πιστεύουν πως κάποτε ζούσαν όλοι αντάμα στην ίδια περιοχή. Αυτο αποδυκνείεται από την παράδοση, από το γλωσσικό ιδίωμα που είναι το ίδιο σε όλους τους Σαρακατσάνους, όπου και αν βρίσκονται, από τα κοινά ήθη, έθιμα, τραγούδια, χορούς, γαμήλια έθιμα, ενδυμασία, τέχνη, επάγγελμα, από τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά που και οι ανθρωπολόγοι βρίσκουν ότι έχουν συνάφεια και τέλος από τα κοινά επώνυμα και το συγγενικό δεσμό που έχουν οι Σαρακατσάνοι στα διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Σαν τέτοια περιοχή η πλειοψηφία των Σαρακατσάνων μελετητών και μη, ορίζουν την κεντρική και νοτιοανατολική Πίνδο (Ήπειρο- Αιτωλοακαρνανια- Άγραφα).

0006
Ας δούμε λοιπόν πότε και για ποιο λόγο έγινε ο διασκορπισμός και η μεγάλη φυγή των Σαρακατσάνων από την αρχική τους κοιτίδα. Κατα κύριο λόγο η φυγή τους έγινε στα χρόνια που ο Αλής ο Τεπελενλής ήταν πασάς στα Γιάννενα (1788-1822). Οι μετακινήσεις βέβαια των Σαρακατσάνων από τα βουνά της Ηπείρου, του Βάλτου και των Αγράφων, όπου ήταν τα θερινά τους βοσκοτόπια, άρχισαν πολύ πριν τον Αλήπασα και συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της Παλαιάς Ελλάδας. Ο διασκορπισμός των Σαρακατσάνων έγινε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας για πολλούς λόγους: α) επαναστατικά γεγονότα, β) διωγμοί από τον Αλή πασά, γ) στενότητα των βοσκοτόπων λόγω του μεγάλου αριθμού αιγοπροβάτων, δ) περιστατικά αντιδικίας ή εγκληματικής πράξης ή βεντέτας. Αρκετοί από αυτούς τράβηξαν για την Μακεδονία και τη Θράκη μέχρι την Αδριανούπολη με τα πλούσια βοσκοτόπια και άλλοι προχώρησαν βορειότερα στη Σερβία και τη Βουλγαρία. Σύνορα εθνικών κρατών δεν υπήρχαν και φυσικά για κάθε Σαρακατσάνο η περιοχή ή η χώρα που θα πληρούσε τις προδιαγραφές για την επιβίωσή του, θα μπορούσε να γίνει πατρίδα του. Και φυσικά η Βουλγαρία με τα απέραντα και πολύ πλούσια βοσκοτόπια πληρούσε αυτές τις προυποθέσεις. Με την απελευθέρωση και την οριοθέτηση του νεοελληνικού κράτους του 1830, οι Σαρακατσάνοι χωρίζονται στην μέση. Οι μεν στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος (Πελοπόννησο, Στερεα Ελλάδα, Εύβοια, μέχρι Θεσσαλία), οι δε στο Τούρκικο (Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Σερβία, Βουλγαρία). Οι Σαρακατσάνοι που βρέθηκαν στο Τούρκικο έχουν καλύτερα βοσκοτόπια από τους Σαρακατσάνους στην ελληνική επικράτεια. Και όσο προχωράμε βόρεια και ανατολικά τόσο μεγαλύτερες και καλύτερες είναι οι βοσκήσιμες εκτάσεις και τα κοπάδια των Σαρακατσάνων. Έτσι, το ενιαίο του τουρκικού κράτους τους επιτρέπει να αναζητούν όλο και καλύτερα βοσκοτόπια. Μερικοί περνούν το Βόσπορο και ξεχειμάζουν ακόμη και στα παράλια της ξακουστής Τροίας και της Μικράς Ασίας. Από την Μακεδονία, τη Σερβία και τη Θράκη θα προχωρήσουν στα βουνά της Ροδόπης, της Σίπκας, της Στάρα Πλάνινα. Τα βουνά της Βουλγαρίας είναι θαυμάσια και θα τους γοητεύσουν. Και ενώ στην αρχή κατέβαιναν στα χειμαδιά στο Αιγαίο, μετά ανακάλυψαν τα όμορφα και πλούσια λιβάδια της Ανατολικής Ρωμυλίας, κοντά στην Μαύρη Θάλασσα, στον Πύργο, τη Βάρνα, τη Σωζόπολη, τη Μεσημβρία κτλ. Σε αυτή τη χώρα λοιπόν, ήρθαν από τον ελλαδικό χώρο οι πρώτοι Σαρακατσάνοι κατά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Και μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο τους άρεσαν τα βοσκοτόπια σε αυτόν τον τόπο, προπάντος τα θερινά, για να μείνουν για πάντα σε αυτή τη χώρα. Ξεκομμένοι από την πάτρια ελληνική γη, μακριά από τα βουνά της Πίνδου και των Αγράφων, απ’ όπου έφυγαν πριν από δύο αιώνες οι πρόγονοί τους, κρατούν ατόφια τη σαρακατσάνικη Παράδοση και την Ελληνική Γλώσσα.
Ακριβής χρονολογία άφιξης των Σαρακατσάνων στη Βουλγαρία δεν έχουμε. Είναι πάντως βεβαιωμένο ότι πριν το 1820 οι Σαρακατσάνοι βοσκούσαν τα πρόβατά τους σε βουνά της Βουλγαρίας. Τούτο ισχυρίζονται οι ηλικιωμένοι Σαρακατσάνοι που ζουν σήμερα στη Βουλγαρία. Ο Δημήτρης Γρίβας από το Κότελ (κωμόπολη δίπλα στο Σλίβεν) καταμαρτυρεί πως ο προπάππους του Νικόλαος Γρίβας έζησε πολλά χρόνια στη Βουλγαρία και πέθανε κοντά στη Σωζόπολη, στα χειμαδιά τους, σε μεγάλη ηλικία, το 1844, όπως φαίνεται από την σχετική στο μνήμα του επιγραφή. Συμπερασματικά λοιπόν, αφού έφυγαν το 1807 περίπου από τα βουνά της Πίνδου, γίνεται φανερό ότι σε λίγα χρόνια έφτασαν σε βουλγάρικο έδαφος. Άρα οι πρώτοι Σαρακατσάνοι που έφτασαν στη Βουλγαρια έχουν περίπου διακόσια χρόνια.
Τα πρώτα χρόνια της διαμονής τους στη Βουλγαρία μέχρι και το 1878, έτος απελευθέρωσης της Βουλγαρίας, διαβιούσαν όπως ακριβώς και στον ελλαδικό χώρο που βρισκόταν υπό τουρκικής κυριαρχίας. Είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων, χωρίς εμπόδια, αφού δεν υπήρχαν σύνορα. Επειδη τα βουνα της Βουλγαρίας είναι καλύτερα για τα αιγοπρόβατα από τα ελληνικά βουνά, πολλοί Σαρακατσάνοι προτιμούν να ξακαλοκαιριάζουν στα βουνά της Βουλγαρίας, ενώ το χειμώνα οι περισσότεροι κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα παραλιακά λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης όπου το κλίμα είναι ήπιο και σαφώς καλύτερο από τα παραλιακά λιβάδια του Εύξεινου Πόντου. Ακόμη και μετά το 1878 οι Σαρακατσάνοι συνέχιζαν τα περνούν τα σύνορα της Βουλγαρίας και να κατεβαίνουν στα χειμαδιά τους. Οι δυσκολίες μετακίνησης εκτός συνόρων άρχισαν από το 1885 με την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, εντάθηκαν το 1908 με την επανάσταση των Νεότουρκων αλλά παρόλα αυτά συνέχιζαν να μετακινούνται μέχρι το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πια διαμορφώθηκαν τα βαλκανικά κράτη και τέθηκαν τα σύνορα. Από το 1924 και μετά οι περισσότεροι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας ξεχείμαζαν τα ποίμνιά τους στα βουλγάρικα παραλιακά λιβάδια της Μαύρης Θάλασσας.
Οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας θυμούνται τον Μάρτη του 1958 με οδύνη και πόνο, γιατί μέσα σε μια μέρα το κομουνιστικό κράτος της Βουλγαρίας κρατικοποίησε τα πρόβατά τους. Αυτό απαιτούσε το σοσιαλιστικό πρόγραμμα του κολεκτιβισμού της γεωργικής οικονομίας σε όλα τα κομμουνιστικά κράτη. Από το 1954 η κυβέρνηση παροτρύνει τους Σαρακατσάνους να μπουν σε συνεταιρισμούς και να εγκατασταθούν μόνιμα. Οι Σαρακατσάνοι όμως δεν εγκαταλείπουν εύκολα τον συνηθισμένο τρόπο ζωής και δεν υποψιάζονται ότι είναι δυνατόν να μείνουν μια μέρα με την κλίτσα στο χέρι. Πριν το 1958 κάποιοι διορατικοί, πούλησαν τα πρόβατά τους και αγόρασαν ακίνητα. Το 1945 ελάχιστοι προνόησαν ότι οι νομάδες δε θα είχαν πια κανένα μέλλον και πούλησαν τα πρόβατα και αγόρασαν μαγαζιά. Μερικοί μετανάστευαν στην Αίγυπτο και την Αμερική και δεν ξαναγύρισαν. Τον Μάρτη του 1958 το βουλγάρικο κράτος, ακολουθώντας την πολιτική του κομμουνιστικού καθεστώτος περί κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας, προέβη στην κατάργηση και στην κρατικοποίηση των αιγοπροβάτων όλων των κτηνοτρόφων της χώρας. Η κρατικοποίηση του ζωικού τους κεφαλαίου έγινε με κάποιο είδος αποζημίωσης. Δηλαδή ένα μέρος της αξίας των κατασχεθέντων προβάτων αντισταθμίστηκε με την είσοδό τους στον Συνεταιρισμό, με την υπόσχεση ότι όταν το πρόσωπο εγκαταλείψει τον Συνεταιρισμό, θα πληρωθεί για τα πρόβατα αυτα. Για τα υπολοιπα πρόβατα πιστωνόταν οι Συνεταιρισμοί οι οποίοι αποζημίωναν τους ιδιοκτήτες σε δόσεις και σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την πραγματική αξία. Η αποζημίωση αυτή όμως ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Μετά την καθεστωτική αλλαγή, έγινε το 1992 στη βουλγάρικη Βουλή συζήτηση για την αποζημίωση των προβάτων των Σαρακατσάνων και οι περισσότεροι βουλευτές τάχθηκαν υπέρ της αποζημίωσης. Σύμφωνα με έρευνες που έκανε η Ομοσπονδία τους στους ίδιους τους Σαρακατσάνους που τους κατάσχεσαν τα πρόβατα, ο αριθμός των κατασχεθέντων προβάτων ανέρχεται σε 176 χιλιάδες πρόβατα. Αν υπολογίσει κανείς και τα πρόβατα που είχαν πουλήσει πριν το 1958 οι Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία είχαν περίπου 200 χιλιάδες πρόβατα. Οι Σαρακατσάνοι μετά την κατάσχεση δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να βρουν άλλη εργασία για να ζήσουν και να εγκατασταθούν κάπουν μόνιμα. Αλλά αν ο βιοπορισμός τους ήταν εκείνη την εποχή πραγματικά δύσκολος, η ψυχολογική τους κατάσταση ήταν οδυνηρή. Πολλοί αρρώστησαν από την στεναχώρια τους και μερικοί ηλικιωμένοι έχασαν ακόμη και τη ζωή τους. Γι’ αυτους ήταν το τέλος του κόσμου. Η αλλαγή ζωής όμως και επαγγέλματος για τους νεότερους ήταν μονόδρομος. Αρκετοί φύλαγαν ως βοσκοί τα ίδια τα πρόβατά τους, άλλοι έγιναν γεωργοί, βιομηχανικοί εργάτες, οδηγοί κλπ. Σε ξένο εθνικό περιβάλλον, μπροστά στην ανάγκη να προσαρμοστούν σε ξένη κουλτούρα και τρόπους ζωής, οι συνήθειες από την παραδοσιακή περίοδο ενεργοποιούνται σαν αμυντικός μηχανισμός. Γι’ αυτό το λόγο οι Σαρακατσάνοι κάνουν μαζί σπίτια, πιο συχνα αδέρφια ή πρώτια κυρίως ξαδέρφια και πιάνουν μαζί δουλειά. Για τους περισσότερους και κυρίως για τις γυναίκες, το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η γλώσσα. Λίγοι μιλούσαν τη Βουλγάρικη γλώσσα και ακόμη πιο λίγοι ήξεραν να διαβάζουν και να γράφουν, αφού μητρική τους γλώσσα ήταν η Ελληνική. Παρόλα αυτά η προσαρμογή τους στα καινούρια δεδομένα, δύσκολη στην αρχή, έγινε σχετικά γρήγορα και με μεγάλη επιτυχία. Οι Σαρακατσάνοι έχουν τεράστια δύναμη προσαρμοστικότητας λόγω του ότι απέκτησαν καθ’ όλο το βίο τους ως νομάδες ορισμένα εφόδια: αυστηρή πειθαρχία, φιλεργία και σεβασμό στους κανόνες της κοινωνικής ζωής. Έτσι εντασσόμενοι στο κοινωνικό σύστημα της νέας ζωής, κατάφεραν όχι μόνο επιβιώσουν, αλλά και να διακριθούν σε όλους τους τομείς.
Τα χρόνια εκείνα μετά το 1958, όπως είναι φυσικό, συντελέστηκαν αλλαγές στην κοινωνική τους ζωη, στη δομή της σαρακατσάνικης οικογένειας. Από τότε άρχισαν οι μικτοί γάμοι. Στην αρχή με δυσκολίες. Δεν αποδέχονταν εύκολα οι Σαρακατσάνοι να συμπεθερέψουν με τους Βούλγαρους, όπως το επισημαίνουν οι ίδιοι οι Βούλγαροι. Παρά ταύτα πολλές Σαρακατσάνες παντρεύονται με Βούλγαρους αλλά πολύ λιγότεροι άντρες παντρεύτηκαν Βουλγάρες. Ο λόγος είναι προφανής. Μια νύφη Βουλγάρα δεν ήξερε ελληνικά και δύσκολα γινόταν αποδεκτή στη σαρακατσάνικη οικογένεια. Ενώ οι νέες Σαρακατσάνες ήξεραν πολύ καλά και τις δύο γλώσσες. Μια άλλη αλλαγή που συντελέστηκε αφορά τα ονόματα (επώνυμα). Πολλοί αναγκάστηκαν από το καθεστώς και τους κομματικούς ακτιβιστές να βουλγαροποιήσουν τα επώνυμά τους. Οι περισσότεροι κράτησαν τα επώνυμά τους με την προσθήκη της κατάληξης -οφ και χωρίς αυτή, αλλά μεταξύ τους ονοματίζονται με το πραγματικό τους ελληνικό επώνυμο.

11 02 18 92570 2
Από τις αρχές του 1990, υπήρξαν στα κυβερνητικά επιτελεία της Ελλάδας, με παρεμβάσεις της πανελληνιας Ομοσπονδίας Σαρακατσάνων, σκέψεις για την μεταφορά στη Θράκη τμήματος στων Σαρακατσάνων της Βουλγαρίας με κάποια προγράμματα όμοια με εκείνα που υλοποιήθηκαν στους ομογενείς από τις χώρες των πρώην ΕΣΣΔ. Κι ενώ στην αρχή πολλοί από τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας ήταν πρόθυμοι για μια μετεγκατάσταση στην Ελλάδα με προοπτική να δημιουργήσουν ξανά κτηνοτροφικές μονάδες, οι ελληνικές κυβερνήσεις έμειναν στα λόγια και ουδέποτε υλοποίησαν ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ύστερα από μια 20ετία και πλεόν από την κατάλυση του κομμουνιστικού συστήματος και την ελεύθερη πια διακίνηση πολιτών του βουλγάρικου κράτους στις άλλες χώρες της Ε.Ε. , οι Σαρακατσάνοι της Βουλγαρίας έχουν δυνατότητες επιλογής. Η μεγάλη μάζα θα μείνει στον τόπο τους, στις εστίες τους. Εκεί που γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, έμαθαν γράμματα, ασκούν το επάγγελμά τους. Οι νέοι και νέες Σαρακατσάνοι δεν έχουν βιώματα και εμπειρίες από την Ελλάδα. Όσο απομακρύνονται οι γενιές, τόσο ξεκόβουν από την πατρίδα καταγωγής των. Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι έρχεται στην Ελλάδα ως εποχιακοί εργάτες. Έχουν σταθερό το σπιτικό τους στη Βουλγαρία, εξοικονομούν χρήματα με την εργασία τους στην Ελλάδα και επιστρέφουν πάλι στη βάση τους.
Ο Σαρακατσάνος της Βουγαρίας κρατώντας αλώβητη και ανόθευτη την ελληνική του συνείδηση, νιώθει πάντα ότι έχει δύο πατρίδες: τη Βουλγαρία, της οποίας είναι κάτοικος και υπήκοος με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τους νόμους του βουλγάρικου κράτους που το σέβεται, το προστετεύει ως Βούλγαρος πολίτης και υπακούει στους νόμους του – ο Σαρακατσάνος είναι παντού νομοταγής πολίτης – και την Ελλάδα που τη θεωρεί ως πατρίδα και χώρα καταγωγής του, προς την οποία αισθάνεται και έχει φυλετική συγγένεια.