|
Σαρακατσιάνο αγάπησα
κι άρχισα να υποφέρω
σε πόλη εγώ μεγάλωσα
κι από βουνά δεν ξέρω
δεν ξέρω από πρόβατα
δεν ξέρω από γίδια
δεν ξέρω από γνέσιμο
ούτε από διασίδια
δεν ξέρω από άρμεγμα
τυρί για να πιτιάσω
να βάλω γάστρα στη φωτιά
και πίτα για να φκιάσω
δεν ξέρω από αργαλειό
να μπω και να υφάνω
να λύνω – δένω το άλογο
κονάκι για να φκιάνω
μα αφού το πήρα απόφαση
μαζί του για να ζήσω
θα υποφέρω στα βουνά
ώσπου να συνηθίσω
Τα άφησα τα πρόβατα
χαιρέτησα το γρέκι
παράτησα την κάπα μου
κρέμασα το ντουφέκι
ήρθανε τα γεράματα
θέλω να ξαποστάσω
στα μονοπάτια τα στενά
δεν θα ξαναπεράσω
τώρα τα χρόνια πέρασαν
νιώθω παροπλισμένος
θυμάμαι που περπάταγα
νέος κι αρματωμένος
να περπατάω στα βουνά
τα πόδια δεν το λένε
τώρα τα νιάτα έφυγαν
και όλα πια μου φταίνε
όσα βουνά περπάτησα
στη σκέψη μου γυρίζουν
αναστενάζει η καρδιά
τα μάτια μου δακρίζουν
Σαρακατσιάνοι είσασταν
Μες στα βουνά γεράκια
Όλο ζωντάνια και χαρές
Γεμάτοι από μεράκια
Ελεύθεροι μες στα βουνά
Είχατε τα κοπάδια
Μέσα σε γάργαρα νερά
Σε πράσινα λιβάδια
Μες στα κονάκια ζούσατε
χειμώνες-καλοκαίρια
τις γκλίτσες σας για σύμβολο
κρατάγατε στα χέρια
χαράτσια δεν κατάφεραν
οι Τούρκοι να σας βάλουν
ούτε τα γιδο-πρόβατα
μπόρεσαν να σας πάρουν
Τούρκους δεν προσκυνήσατε
δεν σκύψατε κεφάλι
τέτοια λεβέντικη γενιά
στον κόσμο δεν είναι άλλη
Το μπιχτέσι
Μια Κυριακή ανέβηκα
απάνω στο μπιχτέσι
εκεί στις ράχες τις ψηλές
που τόσο μου αρέσει
πήγα στα γρέκια πούχαμε
στον τόπο απ’ τα κονάκια
πίσω το νου μου έφερα
πώς ήμασταν παιδάκια
Σ‘ ένα λιθάρι κάθισα
βαθιά συγκινημένος
τον Όλυμπο αγνάντευα
που ήταν χιονισμένος
Θυμήθηκα τη μάνα μου
στον αργαλειό να υφαίνει
ζωσμένη τη βαρέλα της
στη βρύση να πηγαίνει
Οι αναμνήσεις μούρχονται
τα μάτια όπου γυρίσω
δεν μπόρεσα τα δάκρυα
για να τα συγκρατήσω