flag vizantioflag hellas

Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.   twitter   facebook  

Τα γρέκια του Κώστα Γαλλή

Gallis Konstantinos

 

Του Κωνσταντίνου Γαλλή

 

Μήτρο, ξεκίνησαν τα πρότα ( πρόβατα), τελείωνε, θα κατέβουν χαμηλά στα λιβάδια και θα σε μαλώνουν. Η αναφορά έχει να κάνει με τα γρέκια των προβάτων πριν γεννήσουν, όταν βρίσκονταν ακόμη στα χινοπωριά των χειμαδιών, δηλαδή στα ψηλότερα μέρη των λιβαδιών. Ο είχε πυρώσει ψωμί στη φωτιά και ξεχάστηκε, αλλά εκεί και ο άλλος τσιομπάνος με τον οποίο γρέκιαζαν μαζί τα κοπάδια του σε μια διπλή κόρδα. Το ένα κοπάδι από την μια μεριά, το άλλο από την άλλη. Συνηθισμένη κολληγιά των τσομπάνηδων για να φυλάνε καλύτερα το κοπάδι τους και να αλλάζουν και καμιά κουβέντα όταν τα πρότα πλάγιαζαν στο γρέκι.
Τόσο οι Σαρακατσαναίοι όσο και οι Βλάχοι τα πρόβατα τα λέγανε πρότα, γιατί πίστευαν ότι είναι πρώτα σε σύγκριση με τα γίδια. Ένας συνορίτης μας στον Πέτρινο όπου τα χειμαδιά μας, Βλάχος από την Τζιούρτζια ( Αγία Παρασκευή Ιωαννίνων) , που ξεχειμώνιαζε στον Άγιο Δημήτριο Καρδίτσας, με τον οποίο ανταμώναμε στα σύνορα και ανταλλάζαμε καμιά κουβέντα, πάντα όταν αναφέρονταν στο κοπάδι του, πρότα τα΄λεγε και μάλιστα με περηφάνεια.
Είχα τη συνήθεια όταν βρισκόμουν στο χωριό, Πάσχα και Χριστούγεννα, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω στα πρότα, στην αδυναμία μου, και, όπως είναι φυσικό, βρισκόμουν με τον μπάρμπα Βασίλη, το Βλάχο από τη Τζιούρτζια.
Καλωσόρισες, Κώστα. Και έτρεχε να με ανταμώσει και να μου δώσει το χέρι του Τα αγαπάς τα πρότα ! σε βλέπω και σε χαίρομαι και ξέρεις γιατί τα λένε πρότα; Γιατί είναι πρώτα. Αυτή ήταν πάντοτε η πρώτη του κουβέντα. Αιωνία η μνήμη του
Κατά τους μήνες από τα μέσα της άνοιξης μέχρι και το φθινόπωρο, πριν από τον ερχομό του χειμώνα, δηλαδή τους ζεστούς μήνες μέχρι και τη γέννα, τα πρόβατα κοιμούνταν στα γρέκια. Ήταν δε τα γρέκια πρόχειρα περιφραγμένοι χώροι με παλιούρια, πουρνάρια και γκορτζιές σε σχήμα ημικυκλίου που τις έλεγαν κόρδες, κάτι που επέτρεπε στο κοπάδι να σκαρίσει τη νύχτα για εξεύρεση συμπληρωματικής τροφής.
Ο σκάρος εκείνες τις εποχές, όσο ακόμη υπήρχε νομαδική ή ημινομαδική κτηνοτροφία ήταν απαραίτητος, μια που η τροφή που μάζευε όλη την ημέρα το πρόβατο δεν επαρκούσε για τη διατροφή του, με συνέπεια να βόσκει και τη νύκτα. Ξεκινούσαν τα ζωντανά , πετάγονταν και ο τσιομπάνος. Αν δε αναρωτηθείτε, μα πώς τα έπαιρνε χαμπάρι; Η απάντηση είναι απλή. Κάθε κοπάδι είχε και έναν αριθμό κουδουνιών διαφόρων μεγεθών και ήχων, που ήταν αδύνατο να μην ξυπνήσει.
Γύρω από τα κουδούνια είχε αναπτυχθεί ολόκληρη τεχνική . Στο εμπόριο κυκλοφορούσαν πολλών ειδών κουδούνια: πολύ μικρά για αρνιά και ζυγούρια, τα τσιουκάνια για του Σαρακατσάνους ή κλικάκια για τους Βλάχους, μεγαλύτερα και ποιο μεγάλα για προβατίνες, μπίμπες για κριάρια και γκισέμια, δηλαδή πολύ μεγάλες κουδούνες σαν αυτές που φορούν τα καρναβάλια τις αποκριές και βγάζουν ένα ήχο που θα μπορούσε να τον παρομοιώσεις με την λέξη «μπιμπ» , κυπριά για τα τραγιά και τελειωμό δεν έχουν. Τα καλλίτερα κουδούνια την εποχή εκείνη θα τα έβρισκες στην Κοζάνη, στα Γιάννενα, Τρίκαλα, Καρδίτσα και σε πολλές άλλες πόλεις από την Πελοπόννησο μέχρι τη Θράκη.
Η επιλογή των κουδουνιών ήταν, θα έλεγα, μια λεπτή δουλειά και γίνονταν από τσοπάνηδες με μεράκι και καλό αυτί. Αφουγκράζονταν με προσοχή το κοπάδι που βοσκούσε στην πλαγιά ήρεμο και λαρωμένο και εντόπιζε ποιος ήχος έλλειπε , όπως ο μαέστρος την ορχήστρα του, και έτρεχε ο ίδιος στον τσέλιγκα΄ να αναφέρει το πρόβλημα και από και πέρα ήταν δουλειά του επικεφαλής να πάει στο παζάρι, να προμηθευτεί τα κατάλληλα κουδούνια. Συχνά τη δουλειά αυτή την αναλάμβανε ο ίδιος ο τσέλιγκας αν ήταν μερακλής. Υπήρχε ένας συναγωνισμός μεταξύ των τσελιγκάτων για τα καλά κουδούνια και κυπριά σε βαθμό που το κάθε τσελιγκάτο να το διακρίνει ο ήχος των κουδουνιών του.
Τσέλιγκα, πέρασαν σήμερα τα κοπάδια του Μαλαμούλη με κάτι κουδούνια που χαιρόσουνα να τα΄κούς!
Τι λες μωρέ, Γκουντή ( Κώστας ), καλύτερα απ΄τα θ΄κα μας;
Δεν ξέρω, Τσέλιγκα, αλλά ήταν καλά.
Και δεν μου λες, σαν τι κουδούνια ήταν;
Δεν πρόλαβε να απαντήσει ο Γκουντής και ο τσέλιγκας συμπλήρωσε: Καλύτερα έλα μαζί μου μεθαύριο που θα πάω στο παζάρι στην Καρδίτσα να ψάξουμε να βρούμε τα καλύτερα. Μερακλής ο τσέλιγκας, μερακλής και ο Γκουντής. .
Άλλο που δεν ήθελε ο Γκουντής, βέβαια θά΄ρθω. Μένα σμπάρο δυο τρυγόνι, σκέφτηκε. Και στο παζάρι θα πήγαινε με όλα τα έξοδα πληρωμένα και κουδούνια θα αγόραζε. Βλέπετε ήταν μερακλής ο Γκουντής και το μεράκι είναι κάτω από την ψυχή, σαν τα χούγια.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα πρόβατα εκεί στην κόρδα την ώρα που σκάριζαν, είναι επικίνδυνο, κυκλοφορεί και ζλάπι και το κοπάδι δεν πρέπει να αφήνεται μόνο.
Σκάρισαν τα πρόβατα και ο τσομπάνος από μεριά και συνήθως στο κάτω μέρος με τη φλογέρα στον τρουβά του. Η προτίμηση του τσομπάνου να πιάνει το κατώτατο σημείο του κοπαδιού, έχει να κάνει με την καλύτερη φύλαξη αυτού.
Ο λύκος αν μπει στο κοπάδι πάντοτε φεύγει προς την κατηφόρα και αυτό το ήξεραν καλά οι φύλακες.
Ξεκίνησε το κοπάδι, έφθασε στο παλιοκόπρι, λάρωσε και άρχισε να βοσκάει, οπότε και ο μερακλής έβγαλε την φλογέρα του και άρχισε να τραγουδάει τους καημούς και τα βάσανά του, έχοντας σαν σεκόντο τα κουδούνια του κοπαδιού του !!
Χόρτασαν τα πρόβατα και άρχισαν σιγά – σιγά να πλαγιάζουν. Άλλο που δεν ήθελε και ο τσομπάνος, τα μάζεψε και κατευθείαν στο γρέκι για ύπνο.
Σκάλισε τη χόβολη μπροστά στην καλύβα του, έβαλε ξηρά προσανάματα που φύλαγε στην καλύβα για να είναι στεγνά, πρόσθεσε μερικές ρίζες γκορτζιάς στη φωτιά για να κρατήσει μέχρι αργά το πρωί και μετά το σήκωμα της πρωινής δροσιάς ή και πάχνης, τυλίχτηκε με την κάπα του και πλάγιασε. Να σημειωθεί ότι η καλύβα ήταν τετράγωνη, επικλινής και ανοικτή από την μπροστινή μεριά για να ανάβει η φωτιά. Ήταν μια πρόχειρη καλύβα της οποίας η στέγη από τη μια πλευρά ακουμπούσε στο χώμα, από την απέναντι πλευρά ήταν ανοικτή για να ανάβουν φωτιά, στα πλάγια κλεισμένη με πουρνάρια και χορτοδέματα να εμποδίζεται ο αέρας και καταγής στρωμένη πάλι με πουρνάρια, πάνω στα οποία κουκουλώνονταν με την κάπα και κοιμούνταν, μόλις δε και μετά βίας χωρούσε δύο ανθρώπους και μάλιστα με τα ποδάρια όχι πολύ τεντωμένα λόγο της φωτιάς που έκαιγε συνεχώς.
Στο χινοπωριό των χειμαδιών τα πρόβατα έμεινα συνήθως μέχρι που θα ξεγεννήσουν, εποχή που χρονικά συμπίπτει με το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου, οπότε διαλύονταν και οι πρόχειρες αυτές κατασκευές, οι κόρδες. Την άλλη χρονιά οι κόρδες θα γίνονταν σε άλλη μεριά, ώστε κατ αυτό τον τρόπο να παλιοκοπρίζεται όσο το δυνατό μεγαλύτερο τμήμα του λιβαδιού. Η τακτική αυτή έχει να κάνει με τη διαπίστωση ότι το μέρος στο οποίο στήνονταν τη μια χρονιά η κόρδα και στη συνέχεια αφήνονταν για αλλού, την άλλη χρονιά το μέρος αυτό έβγαζε μπόλικο χορτάρι και το έλεγαν παλιοκόπρι. Μάλιστα στα μέρη αυτά έβγαιναν και νόστιμα λάχανα, κάτι που γνώριζαν καλά οι Σαρακατσάνες και έσπευδαν να τα επισκεφθούν πριν περάσουν από εκεί τα πρόβατα. Βλέπετε τα καλά λάχανα τα προτιμούν εξίσου και τα πρότα.

Genika Arthra Ta Grekia ph02