Του Καρυώτη Αθανάσιου |
Ένας από τους σπουδαιότερους κλέφτες στην περιοχή των Αγράφων και της Δ. Στερεάς ήταν και ο Σαρακατσάνος Κατσαντώνης. Οι γονείς του ήταν και οι δυο Σαρακατσαναίοι. Ο πατέρας του λεγόταν Μακρυγιάννης και καταγόταν από το Βασταβέτσι της Ηπείρου, ενώ η μητέρα του Αρετή από το χωριό Μάραθος των Αγράφων.
Ο Κατσαντώνης γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1773 και 1775, στο χωριό της μητέρας του. Ο νονός του, που ήταν ο γνωστός κλέφτης Β. Δίπλας, του έδωσε το όνομα Αντώνης. Το όνομα Κατσαντώνης αποδίδεται στη φράση της μητέρας του “κάτσε Αντώνη”1, με την οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γιο της να βγει στα βουνά κλέφτης.
Πρώτη φορά που εκδήλωσε την επιθυμία να πάρει τα βουνά, ήταν όταν κατηγορήθηκε άδικα από έναν Αλβανό μπουλούκμπαση ότι είχε κλέψει μια γίδα. Τότε συνελήφθη και βασανίστηκε με φάλαγγα, μέχρι πουν μπόρεσε ο πατέρας του να συγκεντρώσει αρκετά γρόσια για να τον απελευθερώσει. Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με αναφορές συναγωνιστών του ήταν μικροκαμωμένος με αδύνατη φωνή και ασθενική φύση.
Η δράση του
Γύρω στα 1800, 25ετής περίπου, ο Κατσαντώνης σκότωσε τον Αλβανό που τον κατηγόρησε και κατέφυγε μαζί μ’ άλλους δέκα συντρόφους του, μεταξύ των οποίων και τους τρεις αδελφούς του, Γεώργιο (Χασιώτη), Χρήστο και Κώστα (Λεπενιώτη), στα λημέρια του θείου και νονού του Β. Δίπλα, στα Άγραφα.
Λίγους μήνες μετά ο Δίπλας του παραχώρησε την αρχηγία. Σύντομα η δράση του έγινε γνωστή στον Αλή, ο οποίος έστειλε εναντίον του το δερβέναγα Ελιάζ μπέη με 300 Αλβανούς. Η σύγκρουση έγινε έξω από το χωριό Τριφύλλα της Ευρυτανίας την άνοιξη του 1803. Το σώμα του Κατσαντώνη τους εξόντωσε όλους μαζί με το δερβέναγα. Η επιτυχία αυτή έκανε έξαλλο τον Αλή, που διέταξε και συνέλαβαν ως ομήρους τους γονείς του ατρόμητου Σαρακατσάνου. Δυο-τρεις βδομάδες αργότερα τους σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια. Από τότε ο Αλή, μανιασμένος γιατί του ξέφευγε αυτό το “αγκάθι” έστελνε συνεχώς στρατιωτικά σώματα να τον εξοντώσουν.
Έτσι το 1804 ο Κατσαντώνης συνέτριψε το σώμα του Γιουσούφ Αράπη σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους 150 Αλβανούς του. Συγχρόνως ελευθέρωσε και όσους Χριστιανούς είχαν συλλάβει οι αλβανικές συμμορίες-αποσπάσματα. Το 1805 διεύρυνε τις συμμαχίες του κάνοντας στρατιωτική συμφωνία με το Νικοτσάρα. Το επόμενο έτος συνέτριψε στην Ι. Μ. Τατάρνας το σώμα του Χασάν Μπελούση, ενώ εν συνεχεία αντιμετώπισε με επιτυχία το απόσπασμα του Αλή Μπεράτη (Αύγουστος 1806). Τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετώπισε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στη σύγκρουσή του με το ισχυρό σώμα (500 Τουρκαλβανοί) του απεσταλμένου του Αλή, Μπεκίρ Τζογαδούρ. Η μάχη δόθηκε στη θέση Ληστής της επαρχίας Βάλτου και κράτησε πάνω από μια ώρα. Όταν ο Κατσαντώνης πληγώθηκε στο μηρό, οι επαναστάτες υποχώρησαν προς τα ορεινά.
Ένας πρακτικός γιατρός από τους συμπολεμιστές του, ο Θανάσης Ντουφεκιάς έκανε ότι μπορούσε. Όμως, επειδή ένα μήνα μετά ο Κατσαντώνης δεν είχε αποθεραπευτεί ακόμη, οι σύντροφοί του τον μετέφεραν στην υπό ρωσική κατοχή Κέρκυρα. Εκεί, σύντομα, αποθεραπεύτηκε πλήρως και κατόρθωσε να συναντήσει τον Έλληνα συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού Εμμ. Παπαδόπουλο και να συζητήσουν τις προοπτικές για έναν ευρύτερο ξεσηκωμό των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους.
Έπειτα επέστρεψε στα Άγραφα κι άρχισε να ξεσηκώνει τους κατοίκους των ορεινών κι όχι μόνο περιοχών της Θεσσαλίας και της Αν. Στερεάς, καλώντας τους σε επανάσταση κατά των Τούρκων και του τυράννου Αλή. Ο Αλή πασάς μαθαίνοντας τα καθέκαστα έδωσε εντολή στον καλύτερο αξιωματικό του, τοΒεληγκέκα, να οργανώσει ένα στρατιωτικό σώμα και να εξοντώσει τον ισχυρό αντίπαλό του.
Πράγματι στις αρχές του 1807 ο Βεληγκέκας συγκέντρωσε 1000 ετοιμοπόλεμους Τουρκαλβανούς και κατευθύνθηκε προς τα χωριά του Βάλτου. Η μάχη δόθηκε κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Μόλις όμως άρχισαν οι πρώτες τουφεκιές ο Βεληγκέκας σωριάστηκε νεκρός. Η πλάστιγγα, όπως είναι φανερό, έγειρε προς την πλευρά των Ελλήνων. Οι Αλβανοί χάνοντας πολλούς ενόπλους επέστρεψαν ντροπιασμένοι στα Γιάννινα, όπου αντιμετώπισαν το θηριώδες μένος του Αλή.
Τα μεγάλα κατορθώματα του Κατσαντώνη έδωσαν θάρρος και κουράγιο στους ραγιάδες. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοτικά τραγούδια που εξύμνησαν τα κατορθώματά του αυτά. Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε με τους Αλβανούς του Άγο Μουχουρντάρ, την άνοιξη του 1807, στη διάρκεια της οποίας φονεύτηκε ο θείος του ήρωα, Β. Δίπλας.
Τα σχέδια για επανάσταση και το μαρτυρικό τέλος
Τον Ιούλιο του 1807 ο συντ. Παπαδόπουλος και ο Καποδίστριας κάλεσαν σε συγκέντρωση στη Λευκάδα τους κλεφταρματολούς, με σκοπό την προστασία του νησιού από πιθανή εισβολή του Αλή, μιας και ο Αλή είχε ήδη εδραιωθεί στη γειτονική Πρεβεζα. Στη συνέλευση αυτή, εκτός του θέματος της οχύρωσης της Λευκάδας, συζητήθηκε μια μελλοντική εξέγερση των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ύστερα από πρόταση του Καποδίστρια, ο Κατσαντώνης αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός των κλεφτών στη σχεδιαζόμενη εξέγερση, όποτε κι αν αυτή γινόταν.
Έπειτα απ’ αυτό επέστρεψε στα λημέρια του, όπου, παρ’ όλο που ασθένησε από ευλογιά, τον Ιανουάριο του 1808 νίκησε το σώμα του Αλβανού Χασάν Μπελούση, ενώ αμέσως μετά άρχισε να σχεδιάζει ένα παράτολμο εγχείρημα: να χτυπήσει τον Αλή στο σπίτι του, στα Γιάννενα. Όμως, με την υγεία του συνεχώς επιδεινούμενη, άφησε το πόστο του και, μαζί με τον Χασιώτη κι άλλους πέντε συντρόφους, αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στην Ι. Μ. του Α. Ιωάννου, στο Παλιοκάτουνο, για να αποθεραπευθεί. Όμως ένας έμπιστος του Κατσαντώνη, οΓιάννης Γκούρλιας, πρόδωσε τη θέση του καπετάνιου του στον Μουχουρντάρ.
Οι Αλβανοί μετά από σύντομη μάχη συνέλαβαν τον Κατσαντώνη μαζί με το Χασιώτη και τους μετέφεραν στα Γιάννενα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, προσπάθησε στην αρχή να τον δελεάσει με υποσχέσεις και αμοιβές να πάει με το μέρος του. Βλέποντας όμως το ακατάβλητο του χαρακτήρα του, άρχισε να τον απειλεί και να τον βασανίζει ζητώντας του να του αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους … θησαυρούς του. Ο Κατσαντώνης, αρνούμενος να δελεαστεί από τον Αλή, παραδόθηκε μαζί με τον αδελφό του να θανατωθεί φρικτά και μαρτυρικά με εργαλεία σιδεράδων, στον τόπο των εκτελέσεων στα Γιάννενα.
Ήταν τέλος Σεπτεμβρίου του 1808. Η απώλειά του, σε συνδυασμό με την αποτυχία του κινήματος του Βλαχάβα, είχε αρνητικά αποτελέσματα, στον ψυχολογικό τομέα, για τους ραγιάδες της Δ. Ελλάδας και των Αγράφων.
του Κατσαντώνη
Αυτού ΄που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη
πες του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα,
δεν είν’ ο περσινός καιρός, ο φετινός χειμώνας,
φέτος το πήρ’ ο Αλή πασάς, το πήρ’ ο Βεληγκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι ο Κατσαντώνης το ‘μαθε και το σπαθί του ζώνει
και παίρνει δίπλα τα βουνά, τα ‘μορφα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ’ αυτόν τον Βεληγκέκα:
όπου θα τα ‘βρει τα παιδιά, ας τα ‘βρει κι ας τα πάρει.
Εδώ είναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν.
(από το “Πετρίλο” του Ν. Χόντζια)
του Κων. Α. Οικονόμου, δασκάλου – συγγραφέα