Του Γιώργου Φυτιλή |
Στη σημερινή συνέλευση του ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, μίλησα για την καταγραφή των παραμυθιών. Κάποια μέλη, νεαρής ηλικίας, έκανα λόγο για τους Μουραπάδες, που επίσης θα καταγράψει η ΠΟΣΣ.
Η λέξη σημαίνει μωρές παιδιές και με τη σημερινή ορολογία, θα μιλούσαμε για ευφυολογήματα και ανέκδοτα.
Επειδή το θέμα είναι ευχάριστο, παραθέτω έναν μουραπά σαν ξεκίνημα καταγραφής κι άλλων μουραπάδων, που κάποιοι Σαρακατσάνοι θα θυμούνται.
Ένα βράδυ που δεν είχε φεγγάρι κα το σκοτάδι ήταν βαθύ σαν πίσσα, ο Γιάννος κι ο Μήτρος πήγαν στα μαντριά ν’ αρμέξουν τα γαλάρια.
Τ’ άρμεξαν, με το καλό και γέμισαν δυο κακάβια, χείλ’ μ’ αχείλ’. Πήραν από ένα κακάβι και κατηφόρισαν την πλαγιά να πάνε στα καλύβια. Δεν έβλεπαν το μονοπάτι και πήγαιναν στα τυφλά, ανάμεσα στα πουρνάρια και τις κοτρόνες.
Κάποια στιγμή, ο Γιάννος άκουσε ένα περίεργο θόρυβο, σαν να χτυπιόταν το κακάβι με τις κοτρόνες. Πήγε το μυαλό του στο κακό και ρώτησε τον Μήτρο.
«Όρε Μήτρο μ’ μάκι χύθ΄κι του γάλα;»
Ο Μήτρος που είχε πάρει δυο κωλοτούμπες κι είχε χάσει τ’ αυγά και τα πασχάλια, απάντησε.
«Όρε Γιάννο μ’ δεν ξέρω τι γίν΄κι του γάλα. Το κακάβι χαλεύου να βρω…»