Αθανάσιος Καρυώτης
|
Με καταγωγή άλλων τα Τσελιγκάτα της Δράμας, την Αν. Θράκη, την Αν. Ρωμυλία και την Μολδοβλαχία
Ορισμένοι είναι απόγονοι του Δήμου Σκαλτσά ή Σκαλτσοδήμου οπλαρχηγού του 1821
Πληροφορίες και για τον οικισμό Μωσαϊκού
Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Διαλαμπή: Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 23 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της Θάλασσας.
Από το 1924 μέχρι το 1948 ανήκε στην κοινότητα Αμβροσίας και έκτοτε στην κοινότητα Ιάσμου και από το 2011 στον Δήμο Ιάσμου. Στην Διαλαμπή μέχρι το 1918 κατοικούσαν μόνο μουσουλμάνοι και ντόπιοι χριστιανοί Ρουμανόβλαχοι. Οι Έλληνες χριστιανοί Ρουμανόβλαχοι ισχυρίζονται ότι κατάγονται από την Μολδοβλαχία και ήταν εργάτες γης σε τοπικούς μουσουλμάνους τσιφλικάδες και βοσκοί.
Γύρω στο 1922 εγκαταστάθηκε και η οικογένεια του Αθανασιάδη από την Ανατολική Θράκη.
Οι Σαρακατσάνοι κάτοικοι της Διαλαμπής ήλθαν εδώ σταδιακά. Οι πρώτοι (1/3 του πληθυσμού) εγκαταστάθηκαν το 1918 μέχρι το 1920 και οι υπόλοιποι από το 1948 και εντεύθεν.
Στην Διαλμαπή ζουν και 6-7 οικογένειες μουσουλμάνων. 30 είναι οι Σαρακαρτσάνικες οικογένειες του χωριού που εγκαταστάθηκαν εδώ σταδιακά και αποτελούν τα εξής σόγια: Καλτσάς, Κοτσαμπάσης, Κούτρας, Μπάτζιος, Λιάπης, Ρούφος, Τζιώτζιος, Βρύζας, Κωτούλας, Σουφλέρης, Βουλγαρίδης, Γκράνας, Μπαλέστραβος, Τζελέπης, Καραΐσκος, Τριάντης, Παλιός, Λάσκαρης, Βιδούρας, Φίλος, Δαλακούρας, Κουτσογιάννης, Παρασκευάς, Ρόιδος, Πιστόλας, Βαλέρας, Τσιλιγγίρης, Κουρκούτας, Κυριακού και Τσάκαλος.
Όταν άρχισαν να εγκαθίστανται οι Σαρακατσάνοι στο χωριό τα νεκροταφεία των Ρουμανόβλαχων ήταν στην δυτική πλευρά του οικισμού, λόγω στενότητας του χώρου όμως τα εγκατέλειψαν και έκαναν νέα βόρεια του οικισμού κοινά για όλους, γύρω από έναν αρχαίο τύμβο, έκτισε μάλιστα πριν 6-7 χρόνια και το παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη ο Κούτρας Κωνσταντίνος στην μνήμη του πατέρα του.
Στον τύμβο αυτόν όπως με είδε διηγηθεί ο αγροφύλακας Απόστολος Μουχταρίδης όταν υπηρετούσε στο χωριό την δεκαετία του 1950, κάθε πρωί πήγαινε και καθότανε στην κορυφή πάνω σε μια μεγάλη πέτρα που υπήρχε εκεί και παρακολουθούσε τα κοπάδια των ζώων να μην κάνουν ζημιές. Ένα πρωινό είδε να έχουν μετακινήσει την πέτρα και να έχουν βγάλει από μέσα μια χάλκινη κατσαρόλα παίρνοντας το περιεχόμενό της αφήνοντας 3 χρυσές λίρες.
Οι οικογένειες των Σαρακατσάνων που ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Διαλαμπή από τα τσελιγκάτα των βουνών της Δράμας είναι οι εξής: Η οικογένεια του Φίλου Γιάννη από το τσελιγκάτο του Δ. Γκουντόλια (Λεκάνη) που είχε 16 οικογένειες, 3.500 γιδοπρόβατα και 80 άλογα.
Η οικογένεια του Βουλγαρίδη Αντώνη και τα παιδιά του Γιάννος, Κώστας, Κίτσος από το τσελιγκάτο του Γκουντάκου Χρ. που είχε 30 οικογένειες, 2.500 γιδοπρόβατα και 50 άλογα, οι Γκουντακαίοι μέχρι το 1935 λεγόταν Γεωργανταίοι.
Η οικογένεια του Κούτρα Μήτρου (γαμπρός Νταλακραίϊκος), από το τσελιγκάτο του Απ. Δαλακούρα με 30 οικογένειες, 8.000 γιδοπρόβατα και 120 άλογα.
Η οικογένεια του Τσάκαλου Γεώργιου με τα παιδιά του Νικόλα και Ζήση από το τσελιγκάτο του Ζάρα με 60 οικογένειες, 2.500 γιδοπρόβατα, 60 άλογα.
Η οικογένεια του Καλτσά Γεώργιου και τα παιδιά του Δήμος, Κώστας, Μήτρος.
Η οικογένεια του Καλτσά Γιάννου και τα παιδιά του Βαγγέλης και Μήτρος.
Η οικογένεια του Καλτσά Κωστούλα με τα παιδιά του Γιανκούλα, Βαγγέλη και Μήτρο.
Η οικογένεια Καλτσά Λάμπρου με τα παιδιά του Βαγγέλη, Γιάννο, Κώστα.
Η οικογένεια Καλτσά Χρ. Θανάση.
Η οικογένεια του Καλτσά Μήτρου και τα παιδιά του Βαγγέλη, Γιάννο, Γιώργο, Μακεδών.
Η οικογένεια Βιδούρα Αλέξη (γαμπρός Καλτσέϊκο) με τα παιδιά του Χρήστο, Γιώργο, Γιάννο και Μήτρο.
Όλοι οι ανωτέρω προέρχονται από το τσελιγκάτο του Καλτσά Μήτρου με 20 οικογένειες, 4.000 γιδοπρόβατα και 100 άλογα.
Η οικογένεια του Τριάντη Θανάση και του Τζελέπη Βασίλη προερχόταν από το τσελιγκάτο του Κυτίπη με 15 οικογένειες, 1.500 γιδοπρόβατα και 40 άλογα.
Από το τεσλιγκάτο του Αθ. Λεπίδα (Τσολάκη) με 60 οικογένειες, 18.000 γιδοπρόβατα και 300 άλογα, ήλθε ο Τζώτζος Κώστας.
Από το τσελιγκάτο του Λιάπη με 15 οικογένειες, 4.500 γιδοπρόβατα και 100 άλογα, εγκαταστάθηκαν στην Διαλαμπή τα παιδιά του Λιάπη Γιώργου, ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Θανάσης, ο Βασίλης. Επίσης και η οικογένεια του Λιάπη Κ. Δημήτρη με τα παιδιά του Θανάσης, Γιώργος, Βαγγέλης, Ζήσης. Όπως και η οικογένεια του Κυριακού Αλέξη και το παιδί του Μιχάλης.
Από το τσελιγκάτο του Κ. Μπαζντάνη που είχε 10 οικογένειες, 2.000 γιδοπρόβατα και 40 άλογα, εγκαταστάθηκαν οι Αραπαίοι, Γιάννος, Γιώργος.
Από το τσελιγκάτο του Χατζηγιαννάκου - Χατζημητρακούλα, που είχε 60 οικογένειες, 16.000 γιδοπρόβατα και 250 άλογα, οι οικογένειες του Κωτούλα (Κατσιγιάννης Ιωάννης και Φλωροκάπης (Ναλμπάντης) Νίκος.
Κεντρική εκκλησία του χωριού είναι ο ιερός ναός Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Επίσης μπαίνοντας στο χωριό από την βόρεια πλευρά υπάρχει το παρεκκλήσι της Αγίας Μαρίνας που το έκτισε μετά από τάμα ο Ιωάννης Καλτσάς.
Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου που είναι κτισμένο νότια του οικισμού στις όχθες της λίμνης Βιστωνίδας το έκτισε πριν 30 χρόνια περίπου ο Κωνσταντίνος Κοτσαμπάσης που κόντεψε να πνιγεί όταν έπεσε μέσα στο κανάλι.
Ο συνταξιούχος αρχαιολόγος Νικόλαος Καλτσάς που ήταν διευθυντής του Εθνικού και Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας από το 1993 μέχρι το 2012 με ενημέρωσε ότι τον εκμυστηρεύτηκε ο παππούς του Χαράλαμπος Καλτσάς ότι κατάγονται από τον Δήμο Καλτσά ή Σκάλτσο Δήμο που γεννήθηκε το 1760 στην
Αρτοτίνα Φωκίδας. Η Αρτοτίνα "Νέα Άρτα" λέγεται πως ιδρύθηκε από διωγμένους Ηπειρώτες περί το 1585. Στο ίδιο χωριό γεννήθηκε και ο Αθανάσιος Διάκος που αργότερα έγινε και πρωτοπαλίκαρο του. Ο Σκαλτσάς ήταν οπλαρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με πλούσια δράση, μάλιστα μυήθηκε και στην Φιλική Εταιρεία. Έδρασε κυρίως στην Στερεά Ελλάδα. Το 1822 νίκησε τον Δράμαλη στην περιοχή του Υπάτης. Πολέμησε μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς. Το 1806 ο Σκαλτσάς και 1.300 "Κλέφτες" του κυνηγημένοι από τον Αλή Πασά ή έπρεπε να τον προσκυνήσουν και να γίνουν θύματά του να τους πνίξει στην λίμνη των Ιωαννίνων, ή να εκβιάσουν την αναγνώριση τους ως Αρματωλούς. Έτσι με την ομάδα του απήγαγε την κόρη του Κοτζαμπάση Αναγνώστη Μπάμπαλη, την Κρυστάλλω, όταν πήγε να πάρει νερό από την βρύση. Την παρέδωσαν πίσω μόνο όταν έκανε παρέμβαση ο πατέρας της στον Αλή που τους αναγνώρισε ως Αρματωλούς. Όταν απεβίωσε το 1826 την αρχηγεία ανέλαβε ο ανιψιός του Κωνσταντίνος Καλύβας που πολεμούσε μαζί με τον Καραϊσκάκη.
Μια άλλη ιστορία για τους Καλτσάδες μας διηγείται ο Γιάννης Καλτσάς. Όπως μας αναφέρει ο παππούς μου γεννήθηκε το 1782, όταν ήταν 10 χρονών έφυγαν από την γενέτειρά του τα Γιάννενα, συγκεντρώθηκαν στο Βέρμιο 40 τσελιγκάτα. Ενώ σκεφτόταν να φύγουν κράτησε ο Αλή Πασάς τριών τσελιγκάδων τα παιδιά και οι υπόλοιποι έφυγαν στην Χαλκιδική. Τα παιδιά πήραν το επίθετο Γιαννιός και μ' αυτό εμφανίζονται μετά το θάνατο του Αλή Πασά.
Ενώ βρισκόταν στην Χαλκιδική τους πιάσανε και τους καταδίκασαν σε θάνατο. Όταν τους οδηγούσαν στην Θεσσαλονίκη για να τους εκτελέσουν ξέφυγε ο παππούς του. Έτσι από την Χαλκιδική φύγανε προς την Βουλγαρία. Στη συνέχεια κατεβαίνανε περισσότερο στα βουνά της Δράμας και από εκεί εγκαταστάθηκαν στην Διαλαμπή.
Ένα τραγούδι που αφορά πιθανόν την απαγωγή της Κρυστάλλως από τον Καλτσά Δήμο με τα παλικάρια του μας τραγουδάει ο Γιάννος Καλτσάς μέρος του τραγουδιού είναι το εξής: Του Χατζηγιώργη η ανεψιά, του Ρήγα η θυγατέρα, να ιδείς καμάρι που φορεί, να δεις καμάρι πόχει, πούταν ντυμένη στο φλουρί και στο μαργαριτάρι. Πάει στη βρύση για νερό, με τ΄άλλα τα κορίτσια, κι κλέφτες την καρτέρησαν. Από πέρα απ' το ποτάμι, κι από δώθε απ' το Τρικάλι, κάθεται Μαντάς και πίνει με τρακόσια παληκάρια...
Άλλο τραγούδι μας τραγουδάει πάλι ο Καλτσάς Γιάννης, όταν ξεκινούσε ο γαμπρός για το σπίτι της νύφης: Που πας βρε Σύρο μου, βρε Σύρο Καπετάνιο; Στη Μακρυνίτσα βρε παιδιά, και στο παπά το σπίτι, παπάμ' ψωμί παπάμ' κρασί, παπάμ' τη θυγατέρα σ'.
Ο Κυριακού Μήτρος μας διηγείται, γεννήθηκε το 1926 στον Λειβαδίτη Ξάνθης στο τσελιγκάτο του Κωνσταντή Μπάτζιου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσης και μητέρα Ρήνου Βαλέρα. Η καταγωγή μας ήταν από τους Σαρακατσάνους της Βουλγαρίας. Το 1920 πέρασαν στην Ελλάδα και είχαν καλύβες στην Ανατολική και την Κεντρική Θράκη.
Οι ρίζες τους ήταν από την Ήπειρο, ζούσαν κοντά στα Γιάννενα. Όταν φεύγαν οι Σαρακατσάνοι για να βοσκήσουν τα πρόβατα, πήγαν οι στρατιώτες του Αλή Πασά και έκλεψαν τις γυναίκες τους για να τις πάνε στο χαρέμι του. Τότε μαζεύτηκαν όλοι οι Κυριακαίοι και οι Τσαραίοι που ζούσαν δίπλα τους και έκαψαν ένα κοντινό οθωμανικό χωριό. Μόλις το έμαθε ο Αλή Πασάς διέταξε να τους πιάσουν και να τους σφάξουν όλους.
Τότε βγήκε και ένα τραγούδι για τον Τσαρή Νικολή που ήταν αρχηγός της ομάδας που έκαψε το χωριό: Κει πέρα βγαίνει ένας καπνός, κι' ακούγονται ντουφέκια. Μηδέ σε γάμο πέφτουνε, ούδε σε χαροκόπι...
Μετά από αυτό, κυνηγημένοι από τους Οθωμανούς, έφυγαν οι Κυριακαίοι και πήγαν στον Μακρυγιάννη, τον πατέρα του Κατσαντώνη. Τότε έφυγαν άλλοι στην Σερβία, άλλοι στην Μακεδονία και άλλοι προς τα Σκόπια.
Το 1869 πέρασαν στην Βουλγαρία και έκαναν ένα μεγάλο τσελιγκάτο. Ξεχείμαζαν για λίγα χρόνια στην Χαλκιδική στην Κασσάνδρα. Επειδή το κοπάδι μεγάλωσε πολύ τα δύο αδέλφια χώρισαν μετά από πολλές περιπέτειες και πολλούς θανάτους. Το 1900 οι Κυριακαίοι πέρασαν στις Σέρρες και μετά στην Καβάλα.
Το 1922 οι γονείς του παντρεύτηκαν στην Καβάλα και πέρασαν στην Θράκη.
Το τσελιγκάτο του Μπάτζιου είχε 25 οικογένειες, 3.000 πρόβατα, 200 γίδια και 150 άλογα. Και ξεχειμάζανε στα Άβδηρα Ξάνθης. Το 1928 φύγανε από το τσελιγκάτο του Μπάτζιου και πήγανε στην Λεπτοκαρυά Αλεξανδρούπολης στο τσελιγκάτο του Γιώργου Καραλή. Ξεχειμωνιάζανε έξω από το χωριό Άβαντα Αλεξανδρούπολης. Εκεί ήταν 10 οικογένειες, 3.000 πρόβατα, 1.000 γίδια και 150 άλογα.
Το 1933 πήγανε στο τσελιγκάτο του Γκίκα στο Μικρό Δέρειο που είχε 30 οικογένειες, 5.000 πρόβατα, 600 γίδια και 120 άλογα.
Το 1937 πήγαν στο τσελιγκάτο του Ρόιδου στον Λειβαδίτη Ξάνθης που είχε 18 οικογένειες, 150 πρόβατα και 100 άλογα. Ξεχείμαζαν στην Διαλαμπή οι 10 οικογένειες με 1.000 πρόβατα, 20 γίδια και 80 άλογα.
Το 1947 ως ανταρτόπληκτοι πήγαν στο Χρυσοχώρι Καβάλας και το 1949 γύρισαν πίσω στην Διαλαμπή, όπου και κατοίκησαν. Το 1967 έχτισαν σπίτι και έκτοτε δεν έφυγαν από το χωριό.
Σχολείο πηγαίναμε μικροί όταν ήμασταν στα Καλύβια, στο δασκαλοκάλυβο όπου πλήρωναν δάσκαλο και τους έκανε τους τρεις θερινούς μήνες μάθημα. Αυτή ήταν η ιστορία του Μήτρου Κυριακού.
Στο τσελιγκάτο του Δημήτρη Γκίκα που ήταν στο Μικρό Δέρειο Σουφλίου, που τώρα απόγονοι του ζουν στο Λοφάριο έχουν ζήσει αρκετά χρόνια οι Βαλερέοι της Διαλαμπής. Το τσελιγκάτο αυτό έζησε από το 1922 έως το 1935 στην περιοχή των βουνών του Σουφλίου μετά την εγκατάλειψη της Βουλγαρίας.
Οι κάτοικοι της Διαλαμπής ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία, πολλοί έχουν σπουδάσει δάσκαλοι, νηπιαγωγοί, καθηγητές. Άλλοι είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αστυνομικοί, στρατιωτικοί, νομικοί, γεωπόνοι, φαρμακοποιοί, γιατροί, αρχαιολόγος κλπ.
Αγωνιστής του 1974 στην Κύπρο στα ΛΟΚ ήταν και ο Αθανάσιος Βαλέρας.
Μωσαϊκό
Ο μικρός αυτός οικισμός βρίσκεται δίπλα στην Διαλαμπή σε υψόμετρο 21 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας.
Κατοικείται από Σαρακατσάνους και λίγους μουσουλμάνους. Τα σόγια των Σαρακατσάνων που εγκαταστάθηκαν εδώ, ήρθαν σε δύο φάσεις: Η πρώτη εγκατάσταση του μισού πληθυσμού έγινε το 1949 και η δεύτερη από το 1960 έως το 1965. Αποτελείται από 25 οικογένειες με 123 μέλη.
Οι παρακάτω οικογένειες αποτελούν τα εξής σόγια: Μπάτζιος, Κοντογιάννης, Τσάκαλος, Λειβαδίτης, Κλειτσιώτης, Καζάκος, Ράφτης. Από τα τσελιγκάτα της Δράμας εγκαταστάθηκαν στο χωριό γύρω στο 1950 η οικογένειεα του Τσάκαλου Γιώργου και ο γιός του Δήμος από το Τσελιγκάτο του Ζάρα που είχε 60 οικογένειες, 14.000 γιδοπρόβατα και 250 άλογα. Η οικογένεια του Κοντογιάννη Κώστα και Γιάννη (γαμπρός του Αλεξ. Μίγγου) και ο Κλειτσιώτης Αναστα΄σιος από το τσελιγκάτο του Αλέξ. Μίγγου που είχε 20 οικογένειες, 3.000 γιδοπρόβατα και 80 άλογα.
Η εκκλησία του χωριού είναι αφιερωμένη στον Άγιο Σπυρίδωνα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Η Ασημένια Μπάτζιου από το χωριό μας τραγουδάει ένα τραγούδι που το τραγουδούσαν όταν έφτανε η νύφη στο σπίτι του γαμπρού: Θα σε ρωτήσουν πεθερά, και θα στο πω μωρ' μάνα, το τίνος είν' τα πρόβατα, που βόσκουν στα λιβάδια; Δικά μας είναι νύφη μου, δικά μας καλομοίρα. Δεν ακούς Κυράτσου νύφη, τι σου λεν τ' άγια Βαγγέλια, να τιμάς την πεθερά σου, πάντα τιμωμένη νάναι.
Η Παρασκευή Κοντογιάννη μας ενημερώνει ότι: Σε όλες τις καλύβες τους όταν ζούσαν μέσα εκεί έβαζαν φυλαχτά για να τους προστατεύουν από τα κακά και τις συμφορές. Είχαν πάντα στην κορυφή της καλύβας έναν σταυρό για να διώχνει τους δαίμονες.
Έναν ακόμα σταυρό βάζανε πάνω από την πόρτα. Επίσης έβαζαν κομμάτια λυγαριάς που τα είχαν σαν λιβάνι και σκόρδα. Ακόμη λιβάνιζαν πάντα την καλύβα τους με θυμίαμα. Αν έμπαινε κάποιος που πίστευαν ότι είχε κακό μάτι, λιβάνιζαν αμέσως όλη την καλύβα.
Στο άνοιγμα της πόρτας έβαζαν πάντα για φυλαχτό και μια μπότυκα (κάτι σαν άγριο κρεμμύδι), με το κεφάλι προς τα πάνω και τα φύλλα κάτω πίστευαν ότι διώχνει το κακό και είναι σύμβολο ευημερίας.
Η Παρασκευή Κοντογιάννη πάλι μας τραγουδάει: Περδικούλα γκιουρντινάτη και καμαρωτή, πως κοιμάσαι μεσ' το τσόλι, μόνη και μοναχή. Δεν φοβάσαι απ' τα γεράκια κι' απ' το σταυραετό; Τα γεράκια τα χω αδέλφια, και τον σταυραετό...
Σε πολλές περιοχές της χώρας, αποκαλούσαν από παλιά τους Σαρακατσάνους και βλάχους λόγω του τρόπου διαβίωσης τους (κτηνοτροφία στα βουνά) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Σαρακατσάνοι ανήκουν στους Βλαχόφωνους Έλληνες της Ελλάδας). Και των γειτονικών χωριών οι οποίοι μισούν και το λατινογενές αρμάνικο ιδίωμα.
Οι Σαρακατσάνοι οπουδήποτε κι αν βρέθηκαν κι έζησαν, δεν μίλησαν παρά την ελληνική, χωρίς μάλιστα καμιά γλωσσική επίδραση άλλων γύρω λαών.
Πηγές
Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης - Διονύσης Μαυρογιάννη
Σαρακατσάνικα τσελιγκάτα - Γιώργος Τσαούσης
Καλτσάς Χρήστος, Καλτσάς Νίκος, Sarakatsanoi
Πηγή Άρθρου X xronos.gr